- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

κατάγω?

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: katagō 고전 발음: [까따고:] 신약 발음: [까따고]

기본형: κατάγω κατάξω κατήγαγον καταγήοχα

형태분석: κατ (접두사) + ἄγ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 가져오다, 데리다, 되돌아 이끌다, 이끌어나오다, 이르게 하다, 이끌다
  2. 돌다, 휘두르다, 내던지다
  3. 깎다, 겸허하게 하다
  4. 호위하다, 인도하다
  5. 기인하다, ~에서 나오다
  6. 낮아지다, 떨어뜨리다
  7. 회복시키다, 반환하다, 되돌려주다, 되돌아가다, 갚다, 소생시키다
  1. to lead down, into the nether world
  2. to bring down to the sea-coast
  3. to bring down from the high seas to land, to bring, into port, to come to land, land
  4. to turn in and lodge in
  5. to draw down or out, spin
  6. to reduce
  7. to escort
  8. to derive
  9. to lower
  10. to bring back, to bring home, recall, to restore, to return

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατάγω

κατάγεις

κατάγει

쌍수 κατάγετον

κατάγετον

복수 κατάγομεν

κατάγετε

κατάγουσι(ν)

접속법단수 κατάγω

κατάγῃς

κατάγῃ

쌍수 κατάγητον

κατάγητον

복수 κατάγωμεν

κατάγητε

κατάγωσι(ν)

기원법단수 κατάγοιμι

κατάγοις

κατάγοι

쌍수 κατάγοιτον

καταγοίτην

복수 κατάγοιμεν

κατάγοιτε

κατάγοιεν

명령법단수 κατάγε

καταγέτω

쌍수 κατάγετον

καταγέτων

복수 κατάγετε

καταγόντων, καταγέτωσαν

부정사 κατάγειν

분사 남성여성중성
καταγων

καταγοντος

καταγουσα

καταγουσης

καταγον

καταγοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατάγομαι

κατάγει, κατάγῃ

κατάγεται

쌍수 κατάγεσθον

κατάγεσθον

복수 καταγόμεθα

κατάγεσθε

κατάγονται

접속법단수 κατάγωμαι

κατάγῃ

κατάγηται

쌍수 κατάγησθον

κατάγησθον

복수 καταγώμεθα

κατάγησθε

κατάγωνται

기원법단수 καταγοίμην

κατάγοιο

κατάγοιτο

쌍수 κατάγοισθον

καταγοίσθην

복수 καταγοίμεθα

κατάγοισθε

κατάγοιντο

명령법단수 κατάγου

καταγέσθω

쌍수 κατάγεσθον

καταγέσθων

복수 κατάγεσθε

καταγέσθων, καταγέσθωσαν

부정사 κατάγεσθαι

분사 남성여성중성
καταγομενος

καταγομενου

καταγομενη

καταγομενης

καταγομενον

καταγομενου

미래 시제

미완료(Imperfect) 시제

단순 과거(Aorist) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • Κύριος θανατοῖ καὶ ζωογονεῖ, κατάγει εἰς ᾅδου καὶ ἀνάγει. (Septuagint, Liber I Samuelis 2:6)

    (70인역 성경, 사무엘기 상권 2:6)

  • καὶ κατάγει ἡ Μελχὸλ τὸν Δαυὶδ διὰ τῆς θυρίδος, καὶ ἀπῆλθε καὶ ἔφυγε καὶ σώζεται. (Septuagint, Liber I Samuelis 19:12)

    (70인역 성경, 사무엘기 상권 19:12)

  • καὶ εἶπεν Ἠλιοὺ πρὸς τὸν λαόν. συλλάβετε τοὺς προφήτας τοῦ Βάαλ, μηδεὶς σωθήτω ἐξ αὐτῶν. καὶ συνέλαβον αὐτούς, καὶ κατάγει αὐτοὺς Ἠλιοὺ εἰς τὸν χειμάρρουν Κισσῶν καὶ ἔσφαξεν αὐτοὺς ἐκεῖ. (Septuagint, Liber I Regum 18:39)

    (70인역 성경, 열왕기 상권 18:39)

  • ὅτι αὐτὸς μαστιγοῖ καὶ ἐλεεῖ, κατάγει εἰς ᾅδην καὶ ἀνάγει, καὶ οὐκ ἔστιν ὃς ἐκφεύξεται τὴν χεῖρα αὐτοῦ. (Septuagint, Liber Thobis 13:2)

    (70인역 성경, 토빗기 13:2)

  • σὺ γὰρ ζωῆς καὶ θανάτου ἐξουσίαν ἔχεις καὶ κατάγεις εἰς πύλας ᾅδου καὶ ἀνάγεις. (Septuagint, Liber Sapientiae 16:13)

    (70인역 성경, 지혜서 16:13)

  • τίς δὲ κ ἐμεῖο πέλοι γλυκερώτερος, ὃς μέθυ χεύω, ληνῷ ἐπεὶ κατάγω Βάκχον ἀπ οἰνοπέδου· (Unknown, Greek Anthology, Volume III, book 9, chapter 384 3:6)

    (작자 미상, Greek Anthology, Volume III, book 9, chapter 384 3:6)

유의어

  1. to lead down

  2. to bring down to the sea-coast

  3. to turn in and lodge in

  4. 돌다

  5. 깎다

  6. 호위하다

  7. 기인하다

  8. 낮아지다

  9. 회복시키다

관련어

명사

형용사

동사

부사

파생어

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION