- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

μετάγω?

비축약 동사; 로마알파벳 전사: metagō 고전 발음: [메따고:] 신약 발음: [매따고]

기본형: μετάγω μετάξω

형태분석: μετ (접두사) + ἄγ (어간) + ω (인칭어미)

  1. to convey from one place to another
  2. to go by another route, change one's course

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 μετάγω

μετάγεις

μετάγει

쌍수 μετάγετον

μετάγετον

복수 μετάγομεν

μετάγετε

μετάγουσι(ν)

접속법단수 μετάγω

μετάγῃς

μετάγῃ

쌍수 μετάγητον

μετάγητον

복수 μετάγωμεν

μετάγητε

μετάγωσι(ν)

기원법단수 μετάγοιμι

μετάγοις

μετάγοι

쌍수 μετάγοιτον

μεταγοίτην

복수 μετάγοιμεν

μετάγοιτε

μετάγοιεν

명령법단수 μετάγε

μεταγέτω

쌍수 μετάγετον

μεταγέτων

복수 μετάγετε

μεταγόντων, μεταγέτωσαν

부정사 μετάγειν

분사 남성여성중성
μεταγων

μεταγοντος

μεταγουσα

μεταγουσης

μεταγον

μεταγοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 μετάγομαι

μετάγει, μετάγῃ

μετάγεται

쌍수 μετάγεσθον

μετάγεσθον

복수 μεταγόμεθα

μετάγεσθε

μετάγονται

접속법단수 μετάγωμαι

μετάγῃ

μετάγηται

쌍수 μετάγησθον

μετάγησθον

복수 μεταγώμεθα

μετάγησθε

μετάγωνται

기원법단수 μεταγοίμην

μετάγοιο

μετάγοιτο

쌍수 μετάγοισθον

μεταγοίσθην

복수 μεταγοίμεθα

μετάγοισθε

μετάγοιντο

명령법단수 μετάγου

μεταγέσθω

쌍수 μετάγεσθον

μεταγέσθων

복수 μετάγεσθε

μεταγέσθων, μεταγέσθωσαν

부정사 μετάγεσθαι

분사 남성여성중성
μεταγομενος

μεταγομενου

μεταγομενη

μεταγομενης

μεταγομενον

μεταγομενου

미래 시제

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἐπινεύσαντος δὲ τοῦ βασιλέως καὶ τῆς ἀρχῆς κρατήσας, εὐθέως ἐπὶ τὸν Ἑλληνικὸν χαρακτῆρα τοὺς ὁμοφύλους μετῆγε (Septuagint, Liber Maccabees II 4:10)

    (70인역 성경, Liber Maccabees II 4:10)

  • περὶ δὲ ὧν προεῖπον τῶν πεπαιδευμένων ἄξιον ἀγανακτεῖν καὶ πειρᾶσθαι ὡς ἔνι μάλιστα μετάγειν αὐτοὺς καὶ πρὸς ἐλευθερίαν ἀφαιρεῖσθαι. (Lucian, De mercede, (no name) 4:8)

    (루키아노스, De mercede, (no name) 4:8)

  • ἑτέρου βουλόμενον φιληθῆναι προδραμόντα φιλεῖν αὐτὸν ἢ τὸν ἑτέρῳ προσβλέποντα μεταστρέφειν εἰς ἑαυτὸν τὸ προλαμβάνειν τὰς ἀποκρίσεις καὶ τὰ ὦτα μετάγειν, καὶ τὴν διάνοιαν ἕλκειν καὶ ἀποστρέφειν πρὸς ἑαυτόν: (Plutarch, De garrulitate, section 19 9:1)

    (플루타르코스, De garrulitate, section 19 9:1)

  • "διαφυλάττοντες γὰρ ἅμα καὶ τὰ πάτρια μετῆγον παρὰ τῶν χειρωθέντων εἲ τι λείψανον καλῆς ἀσκήσεως εὑρ´ισκον, τὰ ἀχρηστα ἐκείνοις ἐῶντες, ὅπως μηδ εἰς ἀνάκτησιν ὧν ἀπέβαλον ἐλθεῖν ποτε δυνηθῶσι. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 6, book 6, chapter 10421)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 6, book 6, chapter 10421)

  • μὴ καθαρῷ γὰρ καθαροῦ ἐφάπτεσθαι μὴ οὐ θεμιτὸν ᾖ" ὥστεἰ καὶ προσέοικε μετάγειν εἰς ἕτερον τόπον ὁ θάνατος, οὐκ ἔστι κακόν: (Plutarch, Consolatio ad Apollonium, chapter, section 13 2:12)

    (플루타르코스, Consolatio ad Apollonium, chapter, section 13 2:12)

유의어

  1. to convey from one place to another

  2. to go by another route

파생어

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH