고전 발음: [] 신약 발음: []
기본형: μεταμείβω μεταμείψω
형태분석: μετ (접두사) + ἀμείβ (어간) + ω (인칭어미)
능동태 | ||||
---|---|---|---|---|
1인칭 | 2인칭 | 3인칭 | ||
직설법 | 단수 | μεταμείβω (나는) 주고받는다 |
μεταμείβεις (너는) 주고받는다 |
μεταμείβει (그는) 주고받는다 |
쌍수 | μεταμείβετον (너희 둘은) 주고받는다 |
μεταμείβετον (그 둘은) 주고받는다 |
||
복수 | μεταμείβομεν (우리는) 주고받는다 |
μεταμείβετε (너희는) 주고받는다 |
μεταμείβουσιν* (그들은) 주고받는다 |
|
접속법 | 단수 | μεταμείβω (나는) 주고받자 |
μεταμείβῃς (너는) 주고받자 |
μεταμείβῃ (그는) 주고받자 |
쌍수 | μεταμείβητον (너희 둘은) 주고받자 |
μεταμείβητον (그 둘은) 주고받자 |
||
복수 | μεταμείβωμεν (우리는) 주고받자 |
μεταμείβητε (너희는) 주고받자 |
μεταμείβωσιν* (그들은) 주고받자 |
|
기원법 | 단수 | μεταμείβοιμι (나는) 주고받기를 (바라다) |
μεταμείβοις (너는) 주고받기를 (바라다) |
μεταμείβοι (그는) 주고받기를 (바라다) |
쌍수 | μεταμείβοιτον (너희 둘은) 주고받기를 (바라다) |
μεταμειβοίτην (그 둘은) 주고받기를 (바라다) |
||
복수 | μεταμείβοιμεν (우리는) 주고받기를 (바라다) |
μεταμείβοιτε (너희는) 주고받기를 (바라다) |
μεταμείβοιεν (그들은) 주고받기를 (바라다) |
|
명령법 | 단수 | μετάμειβε (너는) 주고받아라 |
μεταμειβέτω (그는) 주고받아라 |
|
쌍수 | μεταμείβετον (너희 둘은) 주고받아라 |
μεταμειβέτων (그 둘은) 주고받아라 |
||
복수 | μεταμείβετε (너희는) 주고받아라 |
μεταμειβόντων, μεταμειβέτωσαν (그들은) 주고받아라 |
||
부정사 | μεταμείβειν 주고받는 것 |
|||
분사 | 남성 | 여성 | 중성 | |
μεταμειβων μεταμειβοντος | μεταμειβουσα μεταμειβουσης | μεταμειβον μεταμειβοντος | ||
중간태/수동태 | ||||
1인칭 | 2인칭 | 3인칭 | ||
직설법 | 단수 | μεταμείβομαι (나는) 주고받힌다 |
μεταμείβει, μεταμείβῃ (너는) 주고받힌다 |
μεταμείβεται (그는) 주고받힌다 |
쌍수 | μεταμείβεσθον (너희 둘은) 주고받힌다 |
μεταμείβεσθον (그 둘은) 주고받힌다 |
||
복수 | μεταμειβόμεθα (우리는) 주고받힌다 |
μεταμείβεσθε (너희는) 주고받힌다 |
μεταμείβονται (그들은) 주고받힌다 |
|
접속법 | 단수 | μεταμείβωμαι (나는) 주고받히자 |
μεταμείβῃ (너는) 주고받히자 |
μεταμείβηται (그는) 주고받히자 |
쌍수 | μεταμείβησθον (너희 둘은) 주고받히자 |
μεταμείβησθον (그 둘은) 주고받히자 |
||
복수 | μεταμειβώμεθα (우리는) 주고받히자 |
μεταμείβησθε (너희는) 주고받히자 |
μεταμείβωνται (그들은) 주고받히자 |
|
기원법 | 단수 | μεταμειβοίμην (나는) 주고받히기를 (바라다) |
μεταμείβοιο (너는) 주고받히기를 (바라다) |
μεταμείβοιτο (그는) 주고받히기를 (바라다) |
쌍수 | μεταμείβοισθον (너희 둘은) 주고받히기를 (바라다) |
μεταμειβοίσθην (그 둘은) 주고받히기를 (바라다) |
||
복수 | μεταμειβοίμεθα (우리는) 주고받히기를 (바라다) |
μεταμείβοισθε (너희는) 주고받히기를 (바라다) |
μεταμείβοιντο (그들은) 주고받히기를 (바라다) |
|
명령법 | 단수 | μεταμείβου (너는) 주고받혀라 |
μεταμειβέσθω (그는) 주고받혀라 |
|
쌍수 | μεταμείβεσθον (너희 둘은) 주고받혀라 |
μεταμειβέσθων (그 둘은) 주고받혀라 |
||
복수 | μεταμείβεσθε (너희는) 주고받혀라 |
μεταμειβέσθων, μεταμειβέσθωσαν (그들은) 주고받혀라 |
||
부정사 | μεταμείβεσθαι 주고받히는 것 |
|||
분사 | 남성 | 여성 | 중성 | |
μεταμειβομενος μεταμειβομενου | μεταμειβομενη μεταμειβομενης | μεταμειβομενον μεταμειβομενου |
능동태 | ||||
---|---|---|---|---|
1인칭 | 2인칭 | 3인칭 | ||
직설법 | 단수 | μεταμείψω (나는) 주고받겠다 |
μεταμείψεις (너는) 주고받겠다 |
μεταμείψει (그는) 주고받겠다 |
쌍수 | μεταμείψετον (너희 둘은) 주고받겠다 |
μεταμείψετον (그 둘은) 주고받겠다 |
||
복수 | μεταμείψομεν (우리는) 주고받겠다 |
μεταμείψετε (너희는) 주고받겠다 |
μεταμείψουσιν* (그들은) 주고받겠다 |
|
기원법 | 단수 | μεταμείψοιμι (나는) 주고받겠기를 (바라다) |
μεταμείψοις (너는) 주고받겠기를 (바라다) |
μεταμείψοι (그는) 주고받겠기를 (바라다) |
쌍수 | μεταμείψοιτον (너희 둘은) 주고받겠기를 (바라다) |
μεταμειψοίτην (그 둘은) 주고받겠기를 (바라다) |
||
복수 | μεταμείψοιμεν (우리는) 주고받겠기를 (바라다) |
μεταμείψοιτε (너희는) 주고받겠기를 (바라다) |
μεταμείψοιεν (그들은) 주고받겠기를 (바라다) |
|
부정사 | μεταμείψειν 주고받을 것 |
|||
분사 | 남성 | 여성 | 중성 | |
μεταμειψων μεταμειψοντος | μεταμειψουσα μεταμειψουσης | μεταμειψον μεταμειψοντος | ||
중간태 | ||||
1인칭 | 2인칭 | 3인칭 | ||
직설법 | 단수 | μεταμείψομαι (나는) 주고받히겠다 |
μεταμείψει, μεταμείψῃ (너는) 주고받히겠다 |
μεταμείψεται (그는) 주고받히겠다 |
쌍수 | μεταμείψεσθον (너희 둘은) 주고받히겠다 |
μεταμείψεσθον (그 둘은) 주고받히겠다 |
||
복수 | μεταμειψόμεθα (우리는) 주고받히겠다 |
μεταμείψεσθε (너희는) 주고받히겠다 |
μεταμείψονται (그들은) 주고받히겠다 |
|
기원법 | 단수 | μεταμειψοίμην (나는) 주고받히겠기를 (바라다) |
μεταμείψοιο (너는) 주고받히겠기를 (바라다) |
μεταμείψοιτο (그는) 주고받히겠기를 (바라다) |
쌍수 | μεταμείψοισθον (너희 둘은) 주고받히겠기를 (바라다) |
μεταμειψοίσθην (그 둘은) 주고받히겠기를 (바라다) |
||
복수 | μεταμειψοίμεθα (우리는) 주고받히겠기를 (바라다) |
μεταμείψοισθε (너희는) 주고받히겠기를 (바라다) |
μεταμείψοιντο (그들은) 주고받히겠기를 (바라다) |
|
부정사 | μεταμείψεσθαι 주고받힐 것 |
|||
분사 | 남성 | 여성 | 중성 | |
μεταμειψομενος μεταμειψομενου | μεταμειψομενη μεταμειψομενης | μεταμειψομενον μεταμειψομενου |
능동태 | ||||
---|---|---|---|---|
1인칭 | 2인칭 | 3인칭 | ||
직설법 | 단수 | μετῆμειβον (나는) 주고받고 있었다 |
μετῆμειβες (너는) 주고받고 있었다 |
μετῆμειβεν* (그는) 주고받고 있었다 |
쌍수 | μετήμειβετον (너희 둘은) 주고받고 있었다 |
μετημεῖβετην (그 둘은) 주고받고 있었다 |
||
복수 | μετήμειβομεν (우리는) 주고받고 있었다 |
μετήμειβετε (너희는) 주고받고 있었다 |
μετῆμειβον (그들은) 주고받고 있었다 |
|
중간태/수동태 | ||||
1인칭 | 2인칭 | 3인칭 | ||
직설법 | 단수 | μετημεῖβομην (나는) 주고받히고 있었다 |
μετήμειβου (너는) 주고받히고 있었다 |
μετήμειβετο (그는) 주고받히고 있었다 |
쌍수 | μετήμειβεσθον (너희 둘은) 주고받히고 있었다 |
μετημεῖβεσθην (그 둘은) 주고받히고 있었다 |
||
복수 | μετημεῖβομεθα (우리는) 주고받히고 있었다 |
μετήμειβεσθε (너희는) 주고받히고 있었다 |
μετήμειβοντο (그들은) 주고받히고 있었다 |
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
(에우리피데스, Heracles, choral, strophe 32)
출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.
이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기고전 발음: [] 신약 발음: []
호흡부호 보기
강세부호 보기
장단부호 보기
작은 Iota 보기
모든 부호 보기