헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

συμμεταπίπτω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: συμμεταπίπτω συμμεταπεσοῦμαι

형태분석: συμ (접두사) + μεταπίπτ (어간) + ω (인칭어미)

  1. to change along with

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συμμεταπίπτω

συμμεταπίπτεις

συμμεταπίπτει

쌍수 συμμεταπίπτετον

συμμεταπίπτετον

복수 συμμεταπίπτομεν

συμμεταπίπτετε

συμμεταπίπτουσιν*

접속법단수 συμμεταπίπτω

συμμεταπίπτῃς

συμμεταπίπτῃ

쌍수 συμμεταπίπτητον

συμμεταπίπτητον

복수 συμμεταπίπτωμεν

συμμεταπίπτητε

συμμεταπίπτωσιν*

기원법단수 συμμεταπίπτοιμι

συμμεταπίπτοις

συμμεταπίπτοι

쌍수 συμμεταπίπτοιτον

συμμεταπιπτοίτην

복수 συμμεταπίπτοιμεν

συμμεταπίπτοιτε

συμμεταπίπτοιεν

명령법단수 συμμετάπιπτε

συμμεταπιπτέτω

쌍수 συμμεταπίπτετον

συμμεταπιπτέτων

복수 συμμεταπίπτετε

συμμεταπιπτόντων, συμμεταπιπτέτωσαν

부정사 συμμεταπίπτειν

분사 남성여성중성
συμμεταπιπτων

συμμεταπιπτοντος

συμμεταπιπτουσα

συμμεταπιπτουσης

συμμεταπιπτον

συμμεταπιπτοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συμμεταπίπτομαι

συμμεταπίπτει, συμμεταπίπτῃ

συμμεταπίπτεται

쌍수 συμμεταπίπτεσθον

συμμεταπίπτεσθον

복수 συμμεταπιπτόμεθα

συμμεταπίπτεσθε

συμμεταπίπτονται

접속법단수 συμμεταπίπτωμαι

συμμεταπίπτῃ

συμμεταπίπτηται

쌍수 συμμεταπίπτησθον

συμμεταπίπτησθον

복수 συμμεταπιπτώμεθα

συμμεταπίπτησθε

συμμεταπίπτωνται

기원법단수 συμμεταπιπτοίμην

συμμεταπίπτοιο

συμμεταπίπτοιτο

쌍수 συμμεταπίπτοισθον

συμμεταπιπτοίσθην

복수 συμμεταπιπτοίμεθα

συμμεταπίπτοισθε

συμμεταπίπτοιντο

명령법단수 συμμεταπίπτου

συμμεταπιπτέσθω

쌍수 συμμεταπίπτεσθον

συμμεταπιπτέσθων

복수 συμμεταπίπτεσθε

συμμεταπιπτέσθων, συμμεταπιπτέσθωσαν

부정사 συμμεταπίπτεσθαι

분사 남성여성중성
συμμεταπιπτομενος

συμμεταπιπτομενου

συμμεταπιπτομενη

συμμεταπιπτομενης

συμμεταπιπτομενον

συμμεταπιπτομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἐδυνάμην δ’ ἂν ἔτι πολλὰσ ἰδέασ μέτρων καὶ διαφόρουσ εἰσ τὸν ἡρωϊκὸν ἐμπιπτούσασ στίχον ἐπιδεικνύναι, τὸ δ’ αὐτὸ καὶ τοῖσ ἄλλοισ ὀλίγου δεῖν πᾶσι συμβεβηκὸσ μέτροισ τε καὶ ῥυθμοῖσ ἀποφαίνειν, ὥστε τῆσ μὲν ἐκλογῆσ τῶν ὀνομάτων τῆσ αὐτῆσ μενούσησ, τῆσ δὲ συνθέσεωσ μόνησ μεταπεσούσησ τά τε μέτρα μεταρρυθμίζεσθαι καὶ συμμεταπίπτειν αὐτοῖσ τὰ σχήματα, τὰ χρώματα, τὰ ἤθη, τὰ πάθη, τὴν ὅλην τῶν ποιημάτων ἀξίωσιν· (Dionysius of Halicarnassus, De Compositione Verborum, chapter 417)

    (디오니시오스, De Compositione Verborum, chapter 417)

  • ἀκίνητον γάρ ἐστι, καὶ οὐ συμμεταπίπτει τοῖσ αὐτομολοῦσιν ἐν τῇ πολιτείᾳ, ἀλλ’ ἀπέδωκε τῷ δήμῳ, ὁπόταν βούληται, συνιδεῖν τοὺσ πάλαι μὲν πονηρούσ, ἐκ μεταβολῆσ δ’ ἀξιοῦντασ εἶναι χρηστούσ. (Aeschines, Speeches, , section 75 1:1)

    (아이스키네스, 연설, , section 75 1:1)

  • ὥστε καὶ τὰ τῶν πόλεων ἔθη ταῖσ τῶν προεστώτων διαφοραῖσ συμμεταπίπτειν. (Polybius, Histories, book 9, chapter 23 8:1)

    (폴리비오스, Histories, book 9, chapter 23 8:1)

유의어

  1. to change along with

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION