Ancient Greek-English Dictionary Language

προστίθημι

-μι athematic Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: προστίθημι προστιθήσω προσέθηκα

Structure: προς (Prefix) + τίθε̄ (Stem) + μι (Ending)

Sense

  1. to put to, to put to
  2. to hand over or deliver to, to give
  3. to give, bestow
  4. to impose further, to impose
  5. to attribute or impute to
  6. to add, add, to make additions, to augment
  7. to add to
  8. to join
  9. to associate one's, to associate oneself to, to be well-inclined, to come in, submit
  10. to give one's assent, agree to
  11. will deposit
  12. to associate with oneself, take to one as a friend or ally, win over, take
  13. to add to oneself, gain, to be profited, to bring upon oneself
  14. to bring upon, made, to vent

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular προστῖθημι προστῖθης προστῖθησιν*
Dual προστίθετον προστίθετον
Plural προστίθεμεν προστίθετε προστιθέᾱσιν*
SubjunctiveSingular προστίθω προστίθῃς προστίθῃ
Dual προστίθητον προστίθητον
Plural προστίθωμεν προστίθητε προστίθωσιν*
OptativeSingular προστιθεῖην προστιθεῖης προστιθεῖη
Dual προστιθεῖητον προστιθείητην
Plural προστιθεῖημεν προστιθεῖητε προστιθεῖησαν
ImperativeSingular προστῖθει προστιθέτω
Dual προστίθετον προστιθέτων
Plural προστίθετε προστιθέντων
Infinitive προστιθέναι
Participle MasculineFeminineNeuter
προστιθεις προστιθεντος προστιθεισα προστιθεισης προστιθεν προστιθεντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular προστίθεμαι προστίθεσαι προστίθεται
Dual προστίθεσθον προστίθεσθον
Plural προστιθέμεθα προστίθεσθε προστίθενται
SubjunctiveSingular προστίθωμαι προστίθῃ προστίθηται
Dual προστίθησθον προστίθησθον
Plural προστιθώμεθα προστίθησθε προστίθωνται
OptativeSingular προστιθεῖμην προστίθειο προστίθειτο
Dual προστίθεισθον προστιθεῖσθην
Plural προστιθεῖμεθα προστίθεισθε προστίθειντο
ImperativeSingular προστίθεσο προστιθέσθω
Dual προστίθεσθον προστιθέσθων
Plural προστίθεσθε προστιθέσθων
Infinitive προστίθεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
προστιθεμενος προστιθεμενου προστιθεμενη προστιθεμενης προστιθεμενον προστιθεμενου

Future tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular προστιθήσω προστιθήσεις προστιθήσει
Dual προστιθήσετον προστιθήσετον
Plural προστιθήσομεν προστιθήσετε προστιθήσουσιν*
OptativeSingular προστιθησίημι προστιθησίης προστιθησίη
Dual προστιθησίητον προστιθησιήτην
Plural προστιθησίημεν προστιθησίητε προστιθησίησαν
Infinitive προστιθήσειν
Participle MasculineFeminineNeuter
προστιθησων προστιθησοντος προστιθησουσα προστιθησουσης προστιθησον προστιθησοντος
Middle
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular προστιθήσομαι προστιθήσει, προστιθήσῃ προστιθήσεται
Dual προστιθήσεσθον προστιθήσεσθον
Plural προστιθησόμεθα προστιθήσεσθε προστιθήσονται
OptativeSingular προστιθησοίμην προστιθήσοιο προστιθήσοιτο
Dual προστιθήσοισθον προστιθησοίσθην
Plural προστιθησοίμεθα προστιθήσοισθε προστιθήσοιντο
Infinitive προστιθήσεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
προστιθησομενος προστιθησομενου προστιθησομενη προστιθησομενης προστιθησομενον προστιθησομενου

Imperfect tense

Aorist tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular προσέθηκα προσέθηκας προσέθηκεν*
Dual προσεθήκατον προσεθηκάτην
Plural προσεθήκαμεν προσεθήκατε προσέθηκαν
SubjunctiveSingular προσθήκω προσθήκῃς προσθήκῃ
Dual προσθήκητον προσθήκητον
Plural προσθήκωμεν προσθήκητε προσθήκωσιν*
OptativeSingular προσθηκίην προσθηκίης προσθηκίη
Dual προσθηκίητον προσθηκιήτην
Plural προσθηκίημεν προσθηκίητε προσθηκίησαν
ImperativeSingular προσθήκον προσθηκάτω
Dual προσθήκατον προσθηκάτων
Plural προσθήκατε προσθηκάντων
Infinitive προσθήκαι
Participle MasculineFeminineNeuter
προσθηκᾱς προσθηκαντος προσθηκᾱσα προσθηκᾱσης προσθηκαν προσθηκαντος
Middle
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular προσεθηκάμην προσεθήκω προσεθήκατο
Dual προσεθήκασθον προσεθηκάσθην
Plural προσεθηκάμεθα προσεθήκασθε προσεθήκαντο
SubjunctiveSingular προσθήκωμαι προσθήκῃ προσθήκηται
Dual προσθήκησθον προσθήκησθον
Plural προσθηκώμεθα προσθήκησθε προσθήκωνται
OptativeSingular προσθηκίμην προσθήκιο προσθήκιτο
Dual προσθήκισθον προσθηκίσθην
Plural προσθηκίμεθα προσθήκισθε προσθήκιντο
ImperativeSingular προσθήκαι προσθηκάσθω
Dual προσθήκασθον προσθηκάσθων
Plural προσθήκασθε προσθηκάσθων
Infinitive προσθήκεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
προσθηκαμενος προσθηκαμενου προσθηκαμενη προσθηκαμενης προσθηκαμενον προσθηκαμενου

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to put to

  2. to hand over or deliver to

  3. to impose further

  4. to attribute or impute to

  5. to add to

  6. to join

  7. to give one's assent

  8. will deposit

  9. to associate with oneself

  10. to add to oneself

  11. to bring upon

Related

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION