Ancient Greek-English Dictionary Language

συνεπανίστημι

-μι athematic Verb; Transliteration:

Principal Part: συνεπανίστημι

Structure: συν (Prefix) + ἐπανίστᾱ (Stem) + μι (Ending)

Sense

  1. to make to rise up against together.
  2. to join in a revolt

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular συνεπανῖστημι συνεπανῖστης συνεπανῖστησιν*
Dual συνεπανίστατον συνεπανίστατον
Plural συνεπανίσταμεν συνεπανίστατε συνεπανιστάᾱσιν*
SubjunctiveSingular συνεπανίστω συνεπανίστῃς συνεπανίστῃ
Dual συνεπανίστητον συνεπανίστητον
Plural συνεπανίστωμεν συνεπανίστητε συνεπανίστωσιν*
OptativeSingular συνεπανισταῖην συνεπανισταῖης συνεπανισταῖη
Dual συνεπανισταῖητον συνεπανισταίητην
Plural συνεπανισταῖημεν συνεπανισταῖητε συνεπανισταῖησαν
ImperativeSingular συνεπανῖστᾱ συνεπανιστάτω
Dual συνεπανίστατον συνεπανιστάτων
Plural συνεπανίστατε συνεπανιστάντων
Infinitive συνεπανιστάναι
Participle MasculineFeminineNeuter
συνεπανιστᾱς συνεπανισταντος συνεπανιστᾱσα συνεπανιστᾱσης συνεπανισταν συνεπανισταντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular συνεπανίσταμαι συνεπανίστασαι συνεπανίσταται
Dual συνεπανίστασθον συνεπανίστασθον
Plural συνεπανιστάμεθα συνεπανίστασθε συνεπανίστανται
SubjunctiveSingular συνεπανίστωμαι συνεπανίστῃ συνεπανίστηται
Dual συνεπανίστησθον συνεπανίστησθον
Plural συνεπανιστώμεθα συνεπανίστησθε συνεπανίστωνται
OptativeSingular συνεπανισταῖμην συνεπανίσταιο συνεπανίσταιτο
Dual συνεπανίσταισθον συνεπανισταῖσθην
Plural συνεπανισταῖμεθα συνεπανίσταισθε συνεπανίσταιντο
ImperativeSingular συνεπανίστασο συνεπανιστάσθω
Dual συνεπανίστασθον συνεπανιστάσθων
Plural συνεπανίστασθε συνεπανιστάσθων
Infinitive συνεπανίστασθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
συνεπανισταμενος συνεπανισταμενου συνεπανισταμενη συνεπανισταμενης συνεπανισταμενον συνεπανισταμενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to make to rise up against together

  2. to join in a revolt

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION