Ancient Greek-English Dictionary Language

συνδοξάζω

Non-contract Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: συνδοξάζω συνδοξάσω

Structure: συν (Prefix) + δοξάζ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to join in approving
  2. to agree with
  3. to be glorified together

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular συνδοξάζω συνδοξάζεις συνδοξάζει
Dual συνδοξάζετον συνδοξάζετον
Plural συνδοξάζομεν συνδοξάζετε συνδοξάζουσιν*
SubjunctiveSingular συνδοξάζω συνδοξάζῃς συνδοξάζῃ
Dual συνδοξάζητον συνδοξάζητον
Plural συνδοξάζωμεν συνδοξάζητε συνδοξάζωσιν*
OptativeSingular συνδοξάζοιμι συνδοξάζοις συνδοξάζοι
Dual συνδοξάζοιτον συνδοξαζοίτην
Plural συνδοξάζοιμεν συνδοξάζοιτε συνδοξάζοιεν
ImperativeSingular συνδόξαζε συνδοξαζέτω
Dual συνδοξάζετον συνδοξαζέτων
Plural συνδοξάζετε συνδοξαζόντων, συνδοξαζέτωσαν
Infinitive συνδοξάζειν
Participle MasculineFeminineNeuter
συνδοξαζων συνδοξαζοντος συνδοξαζουσα συνδοξαζουσης συνδοξαζον συνδοξαζοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular συνδοξάζομαι συνδοξάζει, συνδοξάζῃ συνδοξάζεται
Dual συνδοξάζεσθον συνδοξάζεσθον
Plural συνδοξαζόμεθα συνδοξάζεσθε συνδοξάζονται
SubjunctiveSingular συνδοξάζωμαι συνδοξάζῃ συνδοξάζηται
Dual συνδοξάζησθον συνδοξάζησθον
Plural συνδοξαζώμεθα συνδοξάζησθε συνδοξάζωνται
OptativeSingular συνδοξαζοίμην συνδοξάζοιο συνδοξάζοιτο
Dual συνδοξάζοισθον συνδοξαζοίσθην
Plural συνδοξαζοίμεθα συνδοξάζοισθε συνδοξάζοιντο
ImperativeSingular συνδοξάζου συνδοξαζέσθω
Dual συνδοξάζεσθον συνδοξαζέσθων
Plural συνδοξάζεσθε συνδοξαζέσθων, συνδοξαζέσθωσαν
Infinitive συνδοξάζεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
συνδοξαζομενος συνδοξαζομενου συνδοξαζομενη συνδοξαζομενης συνδοξαζομενον συνδοξαζομενου

Future tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular συνδοξάσω συνδοξάσεις συνδοξάσει
Dual συνδοξάσετον συνδοξάσετον
Plural συνδοξάσομεν συνδοξάσετε συνδοξάσουσιν*
OptativeSingular συνδοξάσοιμι συνδοξάσοις συνδοξάσοι
Dual συνδοξάσοιτον συνδοξασοίτην
Plural συνδοξάσοιμεν συνδοξάσοιτε συνδοξάσοιεν
Infinitive συνδοξάσειν
Participle MasculineFeminineNeuter
συνδοξασων συνδοξασοντος συνδοξασουσα συνδοξασουσης συνδοξασον συνδοξασοντος
Middle
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular συνδοξάσομαι συνδοξάσει, συνδοξάσῃ συνδοξάσεται
Dual συνδοξάσεσθον συνδοξάσεσθον
Plural συνδοξασόμεθα συνδοξάσεσθε συνδοξάσονται
OptativeSingular συνδοξασοίμην συνδοξάσοιο συνδοξάσοιτο
Dual συνδοξάσοισθον συνδοξασοίσθην
Plural συνδοξασοίμεθα συνδοξάσοισθε συνδοξάσοιντο
Infinitive συνδοξάσεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
συνδοξασομενος συνδοξασομενου συνδοξασομενη συνδοξασομενης συνδοξασομενον συνδοξασομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to join in approving

  2. to agree with

  3. to be glorified together

Derived

Similar forms

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION