καταφεύγω
Non-contract Verb;
자동번역
Transliteration:
Principal Part:
καταφεύγω
καταφεύξομαι
Structure:
κατα
(Prefix)
+
φεύγ
(Stem)
+
ω
(Ending)
Sense
- to flee for refuge, to flee for refuge, to flee and take refuge, to flee for protection
- to escape
- to have recourse to
- to fall back upon, appeal to
Conjugation
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- κόσμον τινὰ προσεῖναι τοῖσ λόγοισ ἐξήλλαττον τὸν ἰδιώτην καὶ κατέφευγον εἰσ τὴν ποιητικὴν φράσιν, μεταφοραῖσ τε πολλαῖσ χρώμενοι καὶ ὑπερβολαῖσ καὶ ταῖσ ἄλλαισ τροπικαῖσ ἰδέαισ, ὀνομάτων τε γλωττηματικῶν καὶ ξένων χρήσει καὶ τῶν οὐκ εἰωθότων σχηματισμῶν τῇ διαλλαγῇ καὶ τῇ ἄλλῃ καινολογίᾳ καταπληττόμενοι τὸν ἰδιώτην. (Dionysius of Halicarnassus, chapter 3 2:1)
- καὶ ὅταν διαπορῶ περί τινοσ τῶν ἀναφερομένων εἰσ αὐτὸν λόγων καὶ μὴ ῥᾴδιον ᾖ μοι διὰ τῶν ἄλλων σημείων τἀληθὲσ εὑρεῖν, ἐπὶ ταύτην καταφεύγω τὴν ἀρετὴν ὡσ ἐπὶ ψῆφον ἐσχάτην. (Dionysius of Halicarnassus, chapter 11 3:2)
- καίτοι ὅπωσ μὴ ἐσ ἐκείνην ἔχῃσ καταφεύγειν τὴν ἀπολογίαν ὕστερον, ἐπιλαθέσθαι λέγων ἐν τοσούτῳ θορύβῳ καὶ πράγματι, δίσ σε τήμερον προσηγόρευσα καὶ ἑώθεν ἐπὶ τῇ οἰκίᾳ καὶ ἐν τῷ ἀνακείῳ θύοντα ὕστερον. (Lucian, Symposium, (no name) 24:1)
- ἠλέουν οὖν οἱ Βοιωτοὶ τὴν παῖδα καὶ τοῖσ νεανίαισ ἠγανάκτουν οἱ δὲ ταῦτα πυθόμενοι εἰσ Ὀρχομενὸν καταφεύγουσιν. (Plutarch, Amatoriae narrationes, chapter 4 5:1)
- ἀλλ’ εὐθὺσ εἰσ τὴν γῆν ἀποστρέφοντεσ ἐξέπιπτον οἱ πρῶτοι καὶ κατέφευγον εἰσ τὸ πεζὸν ἐγγὺσ παρατεταγμένον, οἱ δὲ καταλαμβανόμενοι διεφθείροντο μετὰ τῶν νεῶν. (Plutarch, , chapter 12 6:1)
- εἰσ ὑμᾶσ καταφεύγω καὶ ἀντιβολῶ καὶ ἱκετεύω· (Andocides, Speeches, 238:4)
- μάρτυρασ ἔχων πολλοὺσ καὶ ἀγαθοὺσ καὶ τὴν θεράπαιναν ἐξητακὼσ ἐπὶ τὸν κοινὸν ἁπάντων καταφεύγω νόμον, ὃσ οὐ τῶν ὑποβαλλομένων, ἀλλὰ τῶν μητέρων εἶναι τὰ ἔκγονα δικαιοῖ, ἐλευθέρων μὲν οὐσῶν ἐλεύθερα, δούλων δὲ δοῦλα, τοὺσ αὐτοὺσ ἔχοντα κυρίουσ, οὓσ ἂν καὶ αἱ μητέρεσ αὐτῶν ἔχωσι. (Dionysius of Halicarnassus, Antiquitates Romanae, Books X-XX, book 11, chapter 29 4:1)
Synonyms
-
to flee for refuge
-
to escape
-
to fall back upon
Derived
- ἀναφεύγω (to flee up, to escape, to disappear gradually)
- ἀποπροφεύγω (to flee away from)
- ἀποφεύγω (to flee from, escape, to get safe away)
- διαφεύγω (to flee through, get away from, escape)
- ἐκπροφεύγω (to flee away from)
- ἐκφεύγω (to flee out or away, escape, to be acquitted)
- ἐμφεύγω (to fly in or into)
- παραφεύγω (to flee close past or beyond)
- περιφεύγω (to flee from, escape from, mocks)
- προκαταφεύγω (to escape to a place of safety before)
- προσφεύγω (to flee for refuge to)
- προφεύγω (to flee forwards, flee away, to flee from)
- συμφεύγω (to flee along with, to be banished along with or together, shared in)
- ὑπεκφεύγω (to flee away or escape secretly, to escape from)
- ὑποφεύγω (to flee from under, shun, to withdraw from)
- φεύγω (to flee)