ἀναφεύγω?
Non-contract Verb;
자동번역
Transliteration: anapheugō
Principal Part:
ἀναφεύγω
Structure:
ἀνα
(Prefix)
+
φεύγ
(Stem)
+
ω
(Ending)
Sense
- to flee up
- to escape
- to disappear gradually
Conjugation
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- εἶτά σοι ἐς τὴν ὑστεραίαν μία ἦν ἀπολογία ἡ μέθη καὶ ἐς τὸν ἄκρατον ἀνέφευγες. (Lucian, Pseudologista, (no name) 24:10)
- τοσαύτην δὲ λαμπρότητα καὶ ῥύμην ἡ πίστις ἔσχεν ὥστε καὶ θῦσαι τῶν ἐν τέλει πολλούς, ζητουμένου δὲ τοῦ πρώτου φράσαντος, ὡς οὐδεὶς ἦν, ἀλλ ο λόγος εἰς ἄλλον ἐξ ἄλλου διωκόμενος ἀνέφευγε, καὶ τέλος καταδὺς ὥσπερ εἰς πέλαγος ἀχανὲς τὸν ἄπειρον ὄχλον ἐφάνη μηδεμίαν ἀρχὴν ἔχων βέβαιον, αὕτη μὲν ἡ φήμη ταχὺ τῆς πόλεως ἐξερρύη, πορευομένῳ δὲ τῷ Δομετιανῷ μετὰ δυνάμεως ἐπὶ τὸν πόλεμον ἤδη καθ ὁδὸν ἀγγελία καὶ γράμματα φράζοντα τὴν νίκην ἀπήντησεν. (Plutarch, Aemilius Paulus, chapter 25 3:2)
- τοῦ δὲ Κεκίνα λοχίσαντος εἰς λάσια χωρία καὶ ὑλώδη πολλοὺς ὁπλίτας, ἱππεῖς δὲ προεξελάσαι κελεύσαντος, κἂν συνάψωσιν οἱ πολέμιοι κατὰ μικρὸν ἀναχωρεῖν καὶ ἀναφεύγειν, ἄχρι ἂν ὑπάγοντες οὕτως ἐμβάλωσιν αὐτοὺς εἰς τὴν ἐνέδραν, ἐξήγγειλαν αὐτόμολοι τῷ Κέλσῳ. (Plutarch, Otho, chapter 7 2:1)
- "ἀλλ ὥσπερ ἄλλα πολλὰ ποιοῦντος ἡμῖν ἐκείνου καὶ παρασκευάζοντος, ἐπάγει φθορὰν ἐνίοις καὶ στέρησιν ἡ φύσις , μᾶλλον δ ἡ ὕλη στέρησις οὖσα ἀναφεύγει πολλάκις καὶ ἀναλύει τὸ γιγνόμενον ὑπὸ τῆς κρείττονος αἰτίας , οὕτω μαντικῶν οἶμαι δυνάμεων σκοτώσεις ἑτέρας καὶ ἀναιρέσεις εἶναι, πολλὰ καλὰ τοῦ θεοῦ διδόντος ἀνθρώποις ἀθάνατον δὲ μηδέν: (Plutarch, De defectu oraculorum, section 9 2:4)
- Ὁ δὲ Βροῦτος ἀναφεύγει μὲν ἐς τὰ ὄρη σὺν ἱκανῷ πλήθει, ὡς νυκτὸς ἐς τὸ στρατόπεδον ὑποστρέψων ἢ καταβησόμενος ἐπὶ τὴν θάλασσαν: (Appian, The Civil Wars, book 4, chapter 17 1:1)
Synonyms
-
to flee up
-
to escape
-
to disappear gradually
Derived
- ἀποπροφεύγω (to flee away from)
- ἀποφεύγω (to flee from, escape, to get safe away)
- διαφεύγω (to flee through, get away from, escape)
- ἐκπροφεύγω (to flee away from)
- ἐκφεύγω (to flee out or away, escape, to be acquitted)
- ἐμφεύγω (to fly in or into)
- καταφεύγω (to flee for refuge, to flee for refuge, to flee and take refuge)
- παραφεύγω (to flee close past or beyond)
- περιφεύγω (to flee from, escape from, mocks)
- προκαταφεύγω (to escape to a place of safety before)
- προσφεύγω (to flee for refuge to)
- προφεύγω (to flee forwards, flee away, to flee from)
- συμφεύγω (to flee along with, to be banished along with or together, shared in)
- ὑπεκφεύγω (to flee away or escape secretly, to escape from)
- ὑποφεύγω (to flee from under, shun, to withdraw from)
- φεύγω (to flee)