καταφεύγω?
비축약 동사;
자동번역
로마알파벳 전사: katapheugō
고전 발음: [까따페우고:]
신약 발음: [까따페우고]
기본형:
καταφεύγω
καταφεύξομαι
형태분석:
κατα
(접두사)
+
φεύγ
(어간)
+
ω
(인칭어미)
뜻
- 탈출하다, 도망치다
- 호소하다, 항소하다, 도움을 요청하다
- to flee for refuge, to flee for refuge, to flee and take refuge, to flee for protection
- to escape
- to have recourse to
- to fall back upon, appeal to
활용 정보
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- καίτοι ὅπως μὴ ἐς ἐκείνην ἔχῃς καταφεύγειν τὴν ἀπολογίαν ὕστερον, ἐπιλαθέσθαι λέγων ἐν τοσούτῳ θορύβῳ καὶ πράγματι, δίς σε τήμερον προσηγόρευσα καὶ ἑώθεν ἐπὶ τῇ οἰκίᾳ καὶ ἐν τῷ ἀνακείῳ θύοντα ὕστερον. (Lucian, Symposium, (no name) 24:1)
(루키아노스, Symposium, (no name) 24:1)
- θορυβουμένῳ δ ὑπ αὐτῶν τῷ Καμίλλῳ καὶ προφάσεως ἀποροῦντι βελτίονος εἰς τὸν ἀτοπώτατον τῶν λόγων συνέβαινε καταφεύγειν, ὁμολογοῦντι ἐπιλαθέσθαι τῆς εὐχῆς, οἱ δ ἐχαλέπαινον, εἰ τὰ τῶν πολεμίων δεκατεύσειν εὐξάμενος τότε νῦν δεκατεύει τὰ τῶν πολιτῶν, οὐ μὴν ἀλλὰ πάντων ὅσον ἔδει μέρος εἰσενεγκόντων ἔδοξε κρατῆρα χρυσοῦν κατασκευάσαντας εἰς Δελφοὺς ἀποστεῖλαι. (Plutarch, Camillus, chapter 8 2:1)
(플루타르코스, Camillus, chapter 8 2:1)
- ὥστε ληρεῖν ἀνάγκη ἢ ἐς τούτων τι τῶν γινωσκομένων καταφεύγειν. (Hippocrates, Hippocrates Collected Works I, , xv.7)
(히포크라테스, Hippocrates Collected Works I, , xv.7)
- ἢ πῶς ἐστι δίκαιον, τῆς ἀδελφῆς τῆς σῆς μηδέπω καὶ τήμερον ἄλλῳ συνοικούσης μηδ ἀπηλλαγμένης Ἀφόβου, μηδὲ τὴν προῖκα δεδωκότος σοῦ, μηδ ὑπὲρ τούτων εἰς βάσανον μηδ εἰς ἄλλο δίκαιον μηδὲν καταφεύγειν ἐθέλοντος, ὅτι σὺ στῆσαι φὴς ὁρ´ους, σὸν εἶναι τὸ χωρίον· (Demosthenes, Speeches 31-40, 18:3)
(데모스테네스, Speeches 31-40, 18:3)
- τοῖς δὲ περὶ τῶν μὴ γενομένων συμβολαίων εἰς κρίσιν καθισταμένοις ἐπὶ τὴν παραγραφὴν καταφεύγειν ἔδωκεν ὁ νόμος, ἵνα μηδεὶς συκοφαντῆται, ἀλλ αὐτοῖς τοῖς τῇ ἀληθείᾳ ἀδικουμένοις τῶν ἐμπόρων καὶ τῶν ναυκλήρων αἱ δίκαι ὦσιν. (Demosthenes, Speeches 31-40, 3:1)
(데모스테네스, Speeches 31-40, 3:1)
유의어
-
to flee for refuge
-
탈출하다
- ἀναφεύγω (탈출하다, 도망치다)
- ὑπεκφεύγω (to escape from)
- ἐκπίπτω (탈출하다, 도망치다)
- ἐκφεύγω (escapes)
- ἐξαναδύομαι (to escape from)
- ἐκφεύγω (탈출하다, 도망치다)
- φθάνω (escapes, first, is first)
- προίημι (to suffer to escap)
- διεκφεύγω (to escape completely)
- ὑπεκδύομαι (탈출하다, 도망치다, 달아나다)
- ἐκφεύγω (~에서 달아나다, 탈출하다, 도망치다)
- ἐξαλύσκω (탈출하다, 도망치다, 달아나다)
- ἐκπαίω (탈출하다, 도망치다, 달아나다)
- φευξείω (to wish to escape)
- διαλανθάνω (알려지지 않은채로 남다)
- λανθάνω (알려지지 않은채로 남다)
- παραλανθάνω (알려지지 않은채로 남다)
- ἐκδύω (탈출하다, 도망치다, 달아나다)
- ἀποτίθημι (피하다, 탈출하다, 도망치다)
- παρατρέχω (to escape unnoticed)
-
호소하다
파생어
- ἀναφεύγω (탈출하다, 도망치다)
- ἀποπροφεύγω (to flee away from)
- ἀποφεύγω (탈출하다, 도망치다, 달아나다)
- διαφεύγω (탈출하다, 도망치다, 달아나다)
- ἐκπροφεύγω (to flee away from)
- ἐκφεύγω (탈출하다, 도망치다, 달아나다)
- ἐμφεύγω (to fly in or into)
- παραφεύγω (to flee close past or beyond)
- περιφεύγω (~에서 달아나다, 탈출하다, 도망치다)
- προκαταφεύγω (to escape to a place of safety before)
- προσφεύγω (to flee for refuge to)
- προφεύγω (날아가 버리다, 도망가 버리다, 피하다)
- συμφεύγω (to flee along with, to be banished along with or together, shared in)
- ὑπεκφεύγω (to flee away or escape secretly, to escape from)
- ὑποφεύγω (피하다, 신중하다, 회피하다)
- φεύγω (도망가다, 달아나다, 탈출하다)