헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἐμπίπτω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἐμπίπτω ἐμπεσοῦμαι ἐνέπεσον

형태분석: ἐμ (접두사) + πίπτ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 공격하다, 습격하다, 기습하다
  2. 만나다, 우연히 만나다, 우연히 마주치다
  3. 울다 지치다, 격하게 울다, 깨다, 부수다
  4. 내리누르다, 만나다
  1. to fall in or upon or into
  2. to fall upon, attack
  3. to light or chance upon, to fall in with
  4. to break in, burst in or into, violently
  5. to fall upon

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐμπίπτω

ἐμπίπτεις

ἐμπίπτει

쌍수 ἐμπίπτετον

ἐμπίπτετον

복수 ἐμπίπτομεν

ἐμπίπτετε

ἐμπίπτουσιν*

접속법단수 ἐμπίπτω

ἐμπίπτῃς

ἐμπίπτῃ

쌍수 ἐμπίπτητον

ἐμπίπτητον

복수 ἐμπίπτωμεν

ἐμπίπτητε

ἐμπίπτωσιν*

기원법단수 ἐμπίπτοιμι

ἐμπίπτοις

ἐμπίπτοι

쌍수 ἐμπίπτοιτον

ἐμπιπτοίτην

복수 ἐμπίπτοιμεν

ἐμπίπτοιτε

ἐμπίπτοιεν

명령법단수 ἐμπίπτε

ἐμπιπτέτω

쌍수 ἐμπίπτετον

ἐμπιπτέτων

복수 ἐμπίπτετε

ἐμπιπτόντων, ἐμπιπτέτωσαν

부정사 ἐμπίπτειν

분사 남성여성중성
ἐμπιπτων

ἐμπιπτοντος

ἐμπιπτουσα

ἐμπιπτουσης

ἐμπιπτον

ἐμπιπτοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐμπίπτομαι

ἐμπίπτει, ἐμπίπτῃ

ἐμπίπτεται

쌍수 ἐμπίπτεσθον

ἐμπίπτεσθον

복수 ἐμπιπτόμεθα

ἐμπίπτεσθε

ἐμπίπτονται

접속법단수 ἐμπίπτωμαι

ἐμπίπτῃ

ἐμπίπτηται

쌍수 ἐμπίπτησθον

ἐμπίπτησθον

복수 ἐμπιπτώμεθα

ἐμπίπτησθε

ἐμπίπτωνται

기원법단수 ἐμπιπτοίμην

ἐμπίπτοιο

ἐμπίπτοιτο

쌍수 ἐμπίπτοισθον

ἐμπιπτοίσθην

복수 ἐμπιπτοίμεθα

ἐμπίπτοισθε

ἐμπίπτοιντο

명령법단수 ἐμπίπτου

ἐμπιπτέσθω

쌍수 ἐμπίπτεσθον

ἐμπιπτέσθων

복수 ἐμπίπτεσθε

ἐμπιπτέσθων, ἐμπιπτέσθωσαν

부정사 ἐμπίπτεσθαι

분사 남성여성중성
ἐμπιπτομενος

ἐμπιπτομενου

ἐμπιπτομενη

ἐμπιπτομενης

ἐμπιπτομενον

ἐμπιπτομενου

미완료(Imperfect) 시제

단순 과거(Aorist) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • δἰ ἁμαρτίαν χειλέων ἐμπίπτει εἰσ παγίδασ ἁμαρτωλόσ, ἐκφεύγει δὲ ἐξ αὐτῶν δίκαιοσ. (Septuagint, Liber Proverbiorum 12:14)

    (70인역 성경, 잠언 12:14)

  • ὅτε τὸν Ὀρφέα διεσπάσαντο αἱ Θρᾷτται, φασὶ τὴν κεφαλὴν αὐτοῦ σὺν τῇ λύρᾳ εἰσ τὸν Ἕβρον ἐμπεσοῦσαν ἐκβληθῆναι εἰσ τὸν μέλανα κόλπον, καὶ ἐπιπλεῖν γε τὴν κεφαλὴν τῇ λύρᾳ, τὴν μὲν ᾄδουσαν θρῆνόν τινα ἐπὶ τῷ Ὀρφεῖ, ὡσ λόγοσ,^ τὴν λύραν δὲ αὐτὴν ὑπηχεῖν τῶν ἀνέμων ἐμπιπτόντων ταῖσ χορδαῖσ, καὶ οὕτω μετ’ ᾠδῆσ προσενεχθῆναι τῇ Λέσβῳ, κἀκείνουσ ἀνελομένουσ τὴν μὲν κεφαλὴν καταθάψαι ἵναπερ νῦν τὸ Βακχεῖον αὐτοῖσ ἐστι, τὴν λύραν δὲ ἀναθεῖναι εἰσ τοῦ Ἀπόλλωνοσ τὸ ἱερόν, καὶ ἐπὶ πολύ γε σώζεσθαι αὐτήν. (Lucian, Adversus indoctum et libros multos ementem, (no name) 11:2)

    (루키아노스, Adversus indoctum et libros multos ementem, (no name) 11:2)

  • καὶ μὴν καὶ τὸν ἱδρῶτα συνέχειν δοκεῖ ἡ κόνισ ἀθρόον ἐκχεόμενον ἐπιπαττομένη, καὶ ἐπὶ πολὺ διαρκεῖν ποιεῖ τὴν δύναμιν, καὶ κώλυμα γίγνεται μὴ βλάπτεσθαι ὑπὸ τῶν ἀνέμων ἀραιοῖσ τότε καὶ ἀνεῳγόσιν τοῖσ σώμασιν ἐμπιπτόντων. (Lucian, Anacharsis, (no name) 29:3)

    (루키아노스, Anacharsis, (no name) 29:3)

  • καὶ ταῦτα τὰ σημεῖα οὐ τῇ ὄψει μόνον ἡδονὴν ἢ ἔκπληξιν παρέχει, ἀλλὰ καὶ ἐσ διάκρισιν τῆσ ἐπελάσεωσ καὶ τὸ μὴ ἐμπίπτειν ἀλλήλαισ τὰσ τάξεισ ὠφέλιμα γίγνεται. (Arrian, chapter 35 8:1)

    (아리아노스, chapter 35 8:1)

  • τοιγαροῦν ἅτε τῶν μὲν ἀγαθῶν ὀλίγων ὄντων, πονηρῶν δὲ πλείστων ἐν ταῖσ πόλεσι τὸ πᾶν ἐπεχόντων, ῥᾷον ἐσ τοὺσ τοιούτουσ ἐμπίπτω περιιὼν καὶ σαγηνεύομαι πρὸσ αὐτῶν. (Lucian, Timon, (no name) 25:3)

    (루키아노스, Timon, (no name) 25:3)

  • ὅτι δὲ ἄκων εἰσ τούτουσ ἐμπίπτω τοὺσ λόγουσ σχεδὸν οἶσθα. (Aristides, Aelius, Orationes, 9:7)

    (아리스티데스, 아일리오스, 연설, 9:7)

유의어

  1. to fall in or upon or into

  2. 공격하다

  3. 만나다

  4. 울다 지치다

  5. 내리누르다

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION