헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

παραιθύσσω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: παραιθύσσω παραιθύξω

형태분석: παρ (접두사) + αἰθύσς (어간) + ω (인칭어미)

  1. 올리다, 높이다, 들다, 추켜세우다
  1. to move or stir in passing, to raise, in applause
  2. to fall by chance from

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παραιθύσσω

(나는) 올린다

παραιθύσσεις

(너는) 올린다

παραιθύσσει

(그는) 올린다

쌍수 παραιθύσσετον

(너희 둘은) 올린다

παραιθύσσετον

(그 둘은) 올린다

복수 παραιθύσσομεν

(우리는) 올린다

παραιθύσσετε

(너희는) 올린다

παραιθύσσουσιν*

(그들은) 올린다

접속법단수 παραιθύσσω

(나는) 올리자

παραιθύσσῃς

(너는) 올리자

παραιθύσσῃ

(그는) 올리자

쌍수 παραιθύσσητον

(너희 둘은) 올리자

παραιθύσσητον

(그 둘은) 올리자

복수 παραιθύσσωμεν

(우리는) 올리자

παραιθύσσητε

(너희는) 올리자

παραιθύσσωσιν*

(그들은) 올리자

기원법단수 παραιθύσσοιμι

(나는) 올리기를 (바라다)

παραιθύσσοις

(너는) 올리기를 (바라다)

παραιθύσσοι

(그는) 올리기를 (바라다)

쌍수 παραιθύσσοιτον

(너희 둘은) 올리기를 (바라다)

παραιθυσσοίτην

(그 둘은) 올리기를 (바라다)

복수 παραιθύσσοιμεν

(우리는) 올리기를 (바라다)

παραιθύσσοιτε

(너희는) 올리기를 (바라다)

παραιθύσσοιεν

(그들은) 올리기를 (바라다)

명령법단수 παραίθυσσε

(너는) 올려라

παραιθυσσέτω

(그는) 올려라

쌍수 παραιθύσσετον

(너희 둘은) 올려라

παραιθυσσέτων

(그 둘은) 올려라

복수 παραιθύσσετε

(너희는) 올려라

παραιθυσσόντων, παραιθυσσέτωσαν

(그들은) 올려라

부정사 παραιθύσσειν

올리는 것

분사 남성여성중성
παραιθυσσων

παραιθυσσοντος

παραιθυσσουσα

παραιθυσσουσης

παραιθυσσον

παραιθυσσοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παραιθύσσομαι

(나는) 올려진다

παραιθύσσει, παραιθύσσῃ

(너는) 올려진다

παραιθύσσεται

(그는) 올려진다

쌍수 παραιθύσσεσθον

(너희 둘은) 올려진다

παραιθύσσεσθον

(그 둘은) 올려진다

복수 παραιθυσσόμεθα

(우리는) 올려진다

παραιθύσσεσθε

(너희는) 올려진다

παραιθύσσονται

(그들은) 올려진다

접속법단수 παραιθύσσωμαι

(나는) 올려지자

παραιθύσσῃ

(너는) 올려지자

παραιθύσσηται

(그는) 올려지자

쌍수 παραιθύσσησθον

(너희 둘은) 올려지자

παραιθύσσησθον

(그 둘은) 올려지자

복수 παραιθυσσώμεθα

(우리는) 올려지자

παραιθύσσησθε

(너희는) 올려지자

παραιθύσσωνται

(그들은) 올려지자

기원법단수 παραιθυσσοίμην

(나는) 올려지기를 (바라다)

παραιθύσσοιο

(너는) 올려지기를 (바라다)

παραιθύσσοιτο

(그는) 올려지기를 (바라다)

쌍수 παραιθύσσοισθον

(너희 둘은) 올려지기를 (바라다)

παραιθυσσοίσθην

(그 둘은) 올려지기를 (바라다)

복수 παραιθυσσοίμεθα

(우리는) 올려지기를 (바라다)

παραιθύσσοισθε

(너희는) 올려지기를 (바라다)

παραιθύσσοιντο

(그들은) 올려지기를 (바라다)

명령법단수 παραιθύσσου

(너는) 올려져라

παραιθυσσέσθω

(그는) 올려져라

쌍수 παραιθύσσεσθον

(너희 둘은) 올려져라

παραιθυσσέσθων

(그 둘은) 올려져라

복수 παραιθύσσεσθε

(너희는) 올려져라

παραιθυσσέσθων, παραιθυσσέσθωσαν

(그들은) 올려져라

부정사 παραιθύσσεσθαι

올려지는 것

분사 남성여성중성
παραιθυσσομενος

παραιθυσσομενου

παραιθυσσομενη

παραιθυσσομενης

παραιθυσσομενον

παραιθυσσομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παραιθύξω

(나는) 올리겠다

παραιθύξεις

(너는) 올리겠다

παραιθύξει

(그는) 올리겠다

쌍수 παραιθύξετον

(너희 둘은) 올리겠다

παραιθύξετον

(그 둘은) 올리겠다

복수 παραιθύξομεν

(우리는) 올리겠다

παραιθύξετε

(너희는) 올리겠다

παραιθύξουσιν*

(그들은) 올리겠다

기원법단수 παραιθύξοιμι

(나는) 올리겠기를 (바라다)

παραιθύξοις

(너는) 올리겠기를 (바라다)

παραιθύξοι

(그는) 올리겠기를 (바라다)

쌍수 παραιθύξοιτον

(너희 둘은) 올리겠기를 (바라다)

παραιθυξοίτην

(그 둘은) 올리겠기를 (바라다)

복수 παραιθύξοιμεν

(우리는) 올리겠기를 (바라다)

παραιθύξοιτε

(너희는) 올리겠기를 (바라다)

παραιθύξοιεν

(그들은) 올리겠기를 (바라다)

부정사 παραιθύξειν

올릴 것

분사 남성여성중성
παραιθυξων

παραιθυξοντος

παραιθυξουσα

παραιθυξουσης

παραιθυξον

παραιθυξοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παραιθύξομαι

(나는) 올려지겠다

παραιθύξει, παραιθύξῃ

(너는) 올려지겠다

παραιθύξεται

(그는) 올려지겠다

쌍수 παραιθύξεσθον

(너희 둘은) 올려지겠다

παραιθύξεσθον

(그 둘은) 올려지겠다

복수 παραιθυξόμεθα

(우리는) 올려지겠다

παραιθύξεσθε

(너희는) 올려지겠다

παραιθύξονται

(그들은) 올려지겠다

기원법단수 παραιθυξοίμην

(나는) 올려지겠기를 (바라다)

παραιθύξοιο

(너는) 올려지겠기를 (바라다)

παραιθύξοιτο

(그는) 올려지겠기를 (바라다)

쌍수 παραιθύξοισθον

(너희 둘은) 올려지겠기를 (바라다)

παραιθυξοίσθην

(그 둘은) 올려지겠기를 (바라다)

복수 παραιθυξοίμεθα

(우리는) 올려지겠기를 (바라다)

παραιθύξοισθε

(너희는) 올려지겠기를 (바라다)

παραιθύξοιντο

(그들은) 올려지겠기를 (바라다)

부정사 παραιθύξεσθαι

올려질 것

분사 남성여성중성
παραιθυξομενος

παραιθυξομενου

παραιθυξομενη

παραιθυξομενης

παραιθυξομενον

παραιθυξομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παρῇθυσσον

(나는) 올리고 있었다

παρῇθυσσες

(너는) 올리고 있었다

παρῇθυσσεν*

(그는) 올리고 있었다

쌍수 παρῄθυσσετον

(너희 둘은) 올리고 있었다

παρῃθῦσσετην

(그 둘은) 올리고 있었다

복수 παρῄθυσσομεν

(우리는) 올리고 있었다

παρῄθυσσετε

(너희는) 올리고 있었다

παρῇθυσσον

(그들은) 올리고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παρῃθῦσσομην

(나는) 올려지고 있었다

παρῄθυσσου

(너는) 올려지고 있었다

παρῄθυσσετο

(그는) 올려지고 있었다

쌍수 παρῄθυσσεσθον

(너희 둘은) 올려지고 있었다

παρῃθῦσσεσθην

(그 둘은) 올려지고 있었다

복수 παρῃθῦσσομεθα

(우리는) 올려지고 있었다

παρῄθυσσεσθε

(너희는) 올려지고 있었다

παρῄθυσσοντο

(그들은) 올려지고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • εἴ τι καὶ φλαῦρον παραιθύσσει, μέγα τοι φέρεται πὰρ σέθεν. (Pindar, Odes, pythian odes, pythian 1 31:1)

    (핀다르, Odes, pythian odes, pythian 1 31:1)

  • οὐκέτι που, τλῆμον, σκοπέλων μετανάστρια πέρδιξ, πλεκτὸσ λεπταλέαισ οἶκοσ ἔχει σε λύγοισ, οὐδ’ ὑπὸ μαρμαρυγῇ θαλερώπιδοσ Ἠριγενείησ ἄκρα παραιθύσσεισ θαλπομένων πτερύγων. (Unknown, Greek Anthology, Volume II, book 7, chapter 2041)

    (작자 미상, Greek Anthology, Volume II, book 7, chapter 2041)

유의어

  1. 올리다

  2. to fall by chance from

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION