- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἐνσκήπτω?

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: enskēptō 고전 발음: [껩:또:] 신약 발음: []

기본형: ἐνσκήπτω ἐνσκήψω

형태분석: ἐν (접두사) + σκήπτ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 던지다, 휘두르다, 안으로 던지다
  1. to hurl, dart in or upon
  2. to fall in or on

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἔσκηπτω

(나는) 던진다

ἔσκηπτεις

(너는) 던진다

ἔσκηπτει

(그는) 던진다

쌍수 ἔσκηπτετον

(너희 둘은) 던진다

ἔσκηπτετον

(그 둘은) 던진다

복수 ἔσκηπτομεν

(우리는) 던진다

ἔσκηπτετε

(너희는) 던진다

ἔσκηπτουσι(ν)

(그들은) 던진다

접속법단수 ἔσκηπτω

(나는) 던지자

ἔσκηπτῃς

(너는) 던지자

ἔσκηπτῃ

(그는) 던지자

쌍수 ἔσκηπτητον

(너희 둘은) 던지자

ἔσκηπτητον

(그 둘은) 던지자

복수 ἔσκηπτωμεν

(우리는) 던지자

ἔσκηπτητε

(너희는) 던지자

ἔσκηπτωσι(ν)

(그들은) 던지자

기원법단수 ἔσκηπτοιμι

(나는) 던지기를 (바라다)

ἔσκηπτοις

(너는) 던지기를 (바라다)

ἔσκηπτοι

(그는) 던지기를 (바라다)

쌍수 ἔσκηπτοιτον

(너희 둘은) 던지기를 (바라다)

ἐσκῆπτοιτην

(그 둘은) 던지기를 (바라다)

복수 ἔσκηπτοιμεν

(우리는) 던지기를 (바라다)

ἔσκηπτοιτε

(너희는) 던지기를 (바라다)

ἔσκηπτοιεν

(그들은) 던지기를 (바라다)

명령법단수 ἔσκηπτε

(너는) 던져라

ἐσκῆπτετω

(그는) 던져라

쌍수 ἔσκηπτετον

(너희 둘은) 던져라

ἐσκῆπτετων

(그 둘은) 던져라

복수 ἔσκηπτετε

(너희는) 던져라

ἐσκῆπτοντων, ἐσκῆπτετωσαν

(그들은) 던져라

부정사 ἔσκηπτειν

던지는 것

분사 남성여성중성
ἐσκηπτων

ἐσκηπτοντος

ἐσκηπτουσα

ἐσκηπτουσης

ἐσκηπτον

ἐσκηπτοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἔσκηπτομαι

(나는) 던져진다

ἔσκηπτει, ἔσκηπτῃ

(너는) 던져진다

ἔσκηπτεται

(그는) 던져진다

쌍수 ἔσκηπτεσθον

(너희 둘은) 던져진다

ἔσκηπτεσθον

(그 둘은) 던져진다

복수 ἐσκῆπτομεθα

(우리는) 던져진다

ἔσκηπτεσθε

(너희는) 던져진다

ἔσκηπτονται

(그들은) 던져진다

접속법단수 ἔσκηπτωμαι

(나는) 던져지자

ἔσκηπτῃ

(너는) 던져지자

ἔσκηπτηται

(그는) 던져지자

쌍수 ἔσκηπτησθον

(너희 둘은) 던져지자

ἔσκηπτησθον

(그 둘은) 던져지자

복수 ἐσκῆπτωμεθα

(우리는) 던져지자

ἔσκηπτησθε

(너희는) 던져지자

ἔσκηπτωνται

(그들은) 던져지자

기원법단수 ἐσκῆπτοιμην

(나는) 던져지기를 (바라다)

ἔσκηπτοιο

(너는) 던져지기를 (바라다)

ἔσκηπτοιτο

(그는) 던져지기를 (바라다)

쌍수 ἔσκηπτοισθον

(너희 둘은) 던져지기를 (바라다)

ἐσκῆπτοισθην

(그 둘은) 던져지기를 (바라다)

복수 ἐσκῆπτοιμεθα

(우리는) 던져지기를 (바라다)

ἔσκηπτοισθε

(너희는) 던져지기를 (바라다)

ἔσκηπτοιντο

(그들은) 던져지기를 (바라다)

명령법단수 ἔσκηπτου

(너는) 던져져라

ἐσκῆπτεσθω

(그는) 던져져라

쌍수 ἔσκηπτεσθον

(너희 둘은) 던져져라

ἐσκῆπτεσθων

(그 둘은) 던져져라

복수 ἔσκηπτεσθε

(너희는) 던져져라

ἐσκῆπτεσθων, ἐσκῆπτεσθωσαν

(그들은) 던져져라

부정사 ἔσκηπτεσθαι

던져지는 것

분사 남성여성중성
ἐσκηπτομενος

ἐσκηπτομενου

ἐσκηπτομενη

ἐσκηπτομενης

ἐσκηπτομενον

ἐσκηπτομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐνέσκηπτον

(나는) 던지고 있었다

ἐνέσκηπτες

(너는) 던지고 있었다

ἐνέσκηπτε(ν)

(그는) 던지고 있었다

쌍수 ἐνεσκήπτετον

(너희 둘은) 던지고 있었다

ἐνεσκηπτέτην

(그 둘은) 던지고 있었다

복수 ἐνεσκήπτομεν

(우리는) 던지고 있었다

ἐνεσκήπτετε

(너희는) 던지고 있었다

ἐνέσκηπτον

(그들은) 던지고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐνεσκηπτόμην

(나는) 던져지고 있었다

ἐνεσκήπτου

(너는) 던져지고 있었다

ἐνεσκήπτετο

(그는) 던져지고 있었다

쌍수 ἐνεσκήπτεσθον

(너희 둘은) 던져지고 있었다

ἐνεσκηπτέσθην

(그 둘은) 던져지고 있었다

복수 ἐνεσκηπτόμεθα

(우리는) 던져지고 있었다

ἐνεσκήπτεσθε

(너희는) 던져지고 있었다

ἐνεσκήπτοντο

(그들은) 던져지고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • οὐ γὰρ μέρεϊ, ἢ σπλάγχνῳ ἑνὶ, ἢ ἔνδον ἐνσκήπτει μοῦνον, ἢ ἔξω τὸ κακὸν ἑρ´πει, ἀλλὰ ἔνδοθί τε ὅλῳ τῷ ἀνθρώπῳ ἐνοικέει, καὶ ὅλον ἔξωθεν ἀμπέχει. (Aretaeus, The Extant Works of Aretaeus, The Cappadocian., ARETAIOU KAPPADOKOU XRONIWN NOUSWN QERAPEUTIKON, 87)

    (아레타이오스, The Extant Works of Aretaeus, The Cappadocian., ARETAIOU KAPPADOKOU XRONIWN NOUSWN QERAPEUTIKON, 87)

  • Ἀριστοβούλῳ γε μὴν εὐθὺς ἡ περὶ τοῦ μύσους μεταμέλεια νόσον ἐνσκήπτει καὶ πρὸς ἔννοιαν τοῦ φόνου τὴν ψυχὴν ἔχων ἀεὶ τεταραγμένην συνετήκετο, μέχρι τῶν σπλάγχνων ὑπ ἀκράτου τῆς λύπης σπαραττομένων ἄθρουν αἷμα ἀναβάλλει. (Flavius Josephus, De bello Judaico libri vii, 117:1)

    (플라비우스 요세푸스, De bello Judaico libri vii, 117:1)

  • καὶ ὁ θεὸς ἐνσκήπτει βέλος εἰς τὴν πόλιν καὶ σὺν τοῖς οἰκήτορσιν κατεπίμπρα τὴν γῆν ὁμοίᾳ πυρώσει ἀφανίζων, ὥς μοι καὶ πρότερον λέλεκται τὸν Ιοὐδαϊκὸν ἀναγράφοντι πόλεμον. (Flavius Josephus, Antiquitates Judaicae, Book 1 259:1)

    (플라비우스 요세푸스, Antiquitates Judaicae, Book 1 259:1)

  • Τῷ δ ἐκ τῆς Οὐρία γυναικὸς γενομένῳ παιδὶ Δαυίδῃ νόσον ἐνσκήπτει χαλεπὴν τὸ θεῖον, ἐφ ᾗ δυσφορῶν ὁ βασιλεὺς τροφὴν μὲν ἐφ ἡμέρας ἑπτὰ καίτοι γε ἀναγκαζόντων τῶν οἰκείων οὐ προσηνέγκατο, μέλαιναν δὲ περιθέμενος ἐσθῆτα πεσὼν ἐπὶ σάκκου κατὰ γῆς ἔκειτο τὸν θεὸν ἱκετεύων ὑπὲρ τῆς τοῦ παιδὸς σωτηρίας: (Flavius Josephus, Antiquitates Judaicae, Book 7 188:1)

    (플라비우스 요세푸스, Antiquitates Judaicae, Book 7 188:1)

  • ηὔξατο ὁ βασιλεὺς τῶν Αἰγυπτίων τῷ θεῷ, ᾧ γενόμενος ἐπήκοος ὁ θεὸς πληγὴν ἐνσκήπτει τῷ Ἄραβι: (Flavius Josephus, Antiquitates Judaicae, Book 10 23:2)

    (플라비우스 요세푸스, Antiquitates Judaicae, Book 10 23:2)

유의어

  1. 던지다

  2. to fall in or on

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION