παρεισπίπτω
비축약 동사;
로마알파벳 전사:
고전 발음: []
신약 발음: []
기본형:
παρεισπίπτω
παρεισέπεσον
형태분석:
παρ
(접두사)
+
εἰς
(접두사)
+
πίπτ
(어간)
+
ω
(인칭어미)
뜻
- to get in by the side, steal in
활용 정보
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- οἱ δὲ φυγάδεσ ἐκ Θουρίων ὁρμήσαντεσ καὶ προσλαβόντεσ μισθοφόρουσ τριακοσίουσ ἐπεχείρησαν μὲν νυκτὸσ παρεισπίπτειν εἰσ τὴν πατρίδα, ἀποκρουσθέντεσ δ’ ὑπὸ τῶν Κροτωνιατῶν κατεστρατοπέδευσαν ἐπὶ τῶν μεθορίων τῆσ Βρεττίων χώρασ, μετ’ ὀλίγον δὲ τῆσ πολιτικῆσ δυνάμεωσ ἐπελθούσησ πολλαπλασίου πάντεσ μαχόμενοι κατεσφάγησαν. (Diodorus Siculus, Bibliotheca Historica, Books XVIII-XX, book 19, chapter 10 4:1)
(디오도로스 시켈로스, Bibliotheca Historica, Books XVIII-XX, book 19, chapter 10 4:1)
- διόπερ συμβαίνει καθ’ ἑκάστην ἡμέραν πλημυρούσησ μὲν τῆσ θαλάττησ ἐκ βυθοῦ τοὺσ ἰχθῦσ συνεκφερομένουσ διὰ τῶν θυρῶν παρεισπίπτειν, ἀναχωρούσησ δὲ μὴ δύνασθαι τοῖσ ὑγροῖσ συνδιαρρεῖν διὰ τῆσ τῶν καλάμων πλοκῆσ. (Diodorus Siculus, Bibliotheca Historica, book 3, chapter 22 3:1)
(디오도로스 시켈로스, Bibliotheca Historica, book 3, chapter 22 3:1)
- τὰ δὲ μεταξὺ τῶν στρατοπέδων ἐξ ἑκατέρου τοῦ μέρουσ τῆσ πόλεωσ ὠχυρώσαντο καὶ τὴν μὲν ἐντὸσ αὐτῶν τάφρον προεβάλοντο χάριν τῆσ πρὸσ τοὺσ ἐξιόντασ ἐκ τῆσ πόλεωσ ἀσφαλείασ, τὴν δ’ ἐκτὸσ αὐτῶν περιεβάλοντο, φυλακὴν ποιούμενοι τῶν ἔξωθεν ἐπιθέσεων καὶ τῶν παρεισάγεσθαι καὶ παρεισπίπτειν εἰωθότων εἰσ τὰσ πολιορκουμένασ πόλεισ. (Polybius, Histories, book 1, chapter 18 3:1)
(폴리비오스, Histories, book 1, chapter 18 3:1)
유의어
-
to get in by the side
파생어
- ἀμφιπίπτω (안다, 품다, 포옹하다)
- ἀναπίπτω (철수시키다, 주둔지를 포기하다, 철수시키다)
- ἀποπίπτω (to fall off from, to fall off)
- διαπίπτω (탈출하다, 도망치다, 달아나다)
- ἐγκαταπίπτω (to fall in or upon)
- εἰσπίπτω (빠지다, 빠지다, )
- ἐκπίπτω (나오다, 나다, 탈출하다)
- ἐμπίπτω (공격하다, 습격하다, 기습하다)
- ἐπεισπίπτω (내리누르다, 만나다)
- ἐπιπίπτω (공격하다, 습격하다, 기습하다)
- καταπίπτω (자르다, 잘라내다)
- μεταπίπτω (바꾸다, 변하다, 달라지다)
- παραπίπτω (일어나다, 나타나다)
- παρεμπίπτω (to fall in by the way, creep or steal in)
- περιπίπτω (~에 앉다, 안으로 던지다, ~에 원인이 있다)
- πίπτω (떨어지다, 넘어지다)
- προκαταπίπτω (먼저 보다, 미리 보다)
- προπίπτω (내밀다, 튀어나오다, 기울어지다)
- προσπίπτω (내리누르다, 만나다, 일어나다)
- συμπίπτω (만나다, 우연히 만나다, 우연히 마주치다)
- συνεισπίπτω (to fall or be thrown into with, to rush in together)
- συνεκπίπτω (to rush out together with, to be driven out or banished together, to disappear together)
- συνεμπίπτω (to fall in or upon together, to fall on or attack together)
- ὑπερπίπτω (넘치다, 내밀다, 던지다)
- ὑποπίπτω (매다, 걸다, 채우다)