παρεμπίπτω
비축약 동사;
로마알파벳 전사:
고전 발음: []
신약 발음: []
기본형:
παρεμπίπτω
παρεμπεσοῦμαι
παρενέπεσον
형태분석:
παρ
(접두사)
+
ἐμ
(접두사)
+
πίπτ
(어간)
+
ω
(인칭어미)
뜻
- to fall in by the way, creep or steal in
활용 정보
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- ἀτμὶσ γάρ ἐστι τῆσ τοῦ Θεοῦ δυνάμεωσ καὶ ἀπόρροια τῆσ τοῦ Παντοκράτοροσ δόξησ εἰλικρινήσ. διὰ τοῦτο οὐδὲν μεμιαμμένον εἰσ αὐτὴν παρεμπίπτει. (Septuagint, Liber Sapientiae 7:25)
(70인역 성경, 지혜서 7:25)
- ἡ δὲ τύχη παρεμπίπτει τῷ ἐφ’ ἡμῖν διὰ τὴν ἐφ’ ἑκάτερα ῥοπὴν τοῦ ἐνδεχομένου. (Plutarch, De fato, section 6 3:2)
(플루타르코스, De fato, section 6 3:2)
- "ὃ δὲ ἐποίει δήπου καὶ ι μὴ λέγοντοσ οὐκ ἄδηλον καλεῖται δ’ οὗτοσ ὑπὸ τῶν ἐγχωρίων Παράβυστοσ διὰ τὸ καὶ τῶν μὴ παραδεχομένων ὅμωσ τεχνικώτατα κολακεύων παρεμπίπτειν ἐσ τὰσ ὁμιλίασ, ἅτεροσ δ’ ἦν ἐπί τινοσ δίφρου κειμένου παρ’ αὐτὴν τὴν κλίνην καὶ τοῦ νεανίσκου τὴν χεῖρα παρεικότοσ ἐκκρεμάμενοσ ταύτησ καὶ προσπεπτωκὼσ κατέψηχέ τε καὶ τῶν δακτύλων ἕκαστον ἐν μέρει διαλαμβάνων εἷλκέ τε καὶ ἐξέτεινεν ὥστε τὸν πρῶτον αὐτὸν ἐπονομάσαντα Σικύαν εὐστόχωσ εἰρηκέναι δοκεῖν. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 6, book 6, chapter 703)
(아테나이오스, The Deipnosophists, Book 6, book 6, chapter 703)
- καὶ γὰρ οἱο͂́ν τ’ ἔστιν εἶναι καὶ μαντικὴν καὶ πρόνοιαν ἐν πλείοσι κόσμοισ, καὶ τὸ μικροτάτην τύχην παρεμπίπτειν, τὰ δὲ πλεῖστα καὶ μέγιστα τάξιν λαμβάνειν πρὸσ γένεσιν καὶ μεταβολήν, ὧν οὐδὲν ἡ ἀπειρία δέχεσθαι πέφυκεν. (Plutarch, De defectu oraculorum, section 242)
(플루타르코스, De defectu oraculorum, section 242)
- "ἥ γε μὴν πολυτίμητοσ ἐπιγλωττὶσ οὐκ ἔλαθε τὸν Διώξιππον, ἀλλὰ περὶ ταύτην φησὶ τὸ ὑγρὸν ἐν τῇ καταπόσει διακρινόμενον εἰσ τὴν ἀρτηρίαν ἐπιρρεῖν, τὸ δὲ σιτίον εἰσ τὸν στόμαχον ἐπικυλινδεῖσθαι καὶ τῇ μὲν ἀρτηρίᾳ τῶν ἐδωδίμων μηδὲν παρεμπίπτειν, τὸν δὲ στόμαχον ἅμα τῇ ξηρᾷ τροφῇ καὶ τῆσ ὑγρᾶσ ἀναμιγνύμενόν τι μέροσ ὑποδέχεσθαι, πιθανὸν γάρ ἐστι τὴν μὲν ἐπιγλωττίδα τῆσ ἀρτηρίασ προκεῖσθαι διάφραγμα καὶ ταμιεῖον, ὅπωσ ἀτρέμα καὶ κατ’ ὀλίγον διηθῆται τὸ ποτόν, ἀλλὰ μὴ ταχὺ μηδ’ ἄθρουν ἐπιρρακτὸν ἀποβιάζηται τὸ πνεῦμα καὶ διαταράττῃ. (Plutarch, Quaestiones Convivales, book 7, 9:20)
(플루타르코스, Quaestiones Convivales, book 7, 9:20)
유의어
-
to fall in by the way
파생어
- ἀμφιπίπτω (안다, 품다, 포옹하다)
- ἀναπίπτω (철수시키다, 주둔지를 포기하다, 철수시키다)
- ἀποπίπτω (to fall off from, to fall off)
- διαπίπτω (탈출하다, 도망치다, 달아나다)
- ἐγκαταπίπτω (to fall in or upon)
- εἰσπίπτω (빠지다, 빠지다, )
- ἐκπίπτω (나오다, 나다, 탈출하다)
- ἐμπίπτω (공격하다, 습격하다, 기습하다)
- ἐπεισπίπτω (내리누르다, 만나다)
- ἐπιπίπτω (공격하다, 습격하다, 기습하다)
- καταπίπτω (자르다, 잘라내다)
- μεταπίπτω (바꾸다, 변하다, 달라지다)
- παραπίπτω (일어나다, 나타나다)
- παρεισπίπτω (to get in by the side, steal in)
- περιπίπτω (~에 앉다, 안으로 던지다, ~에 원인이 있다)
- πίπτω (떨어지다, 넘어지다)
- προκαταπίπτω (먼저 보다, 미리 보다)
- προπίπτω (내밀다, 튀어나오다, 기울어지다)
- προσπίπτω (내리누르다, 만나다, 일어나다)
- συμπίπτω (만나다, 우연히 만나다, 우연히 마주치다)
- συνεισπίπτω (to fall or be thrown into with, to rush in together)
- συνεκπίπτω (to rush out together with, to be driven out or banished together, to disappear together)
- συνεμπίπτω (to fall in or upon together, to fall on or attack together)
- ὑπερπίπτω (넘치다, 내밀다, 던지다)
- ὑποπίπτω (매다, 걸다, 채우다)