헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

παραδύομαι

비축약 동사; 이상동사 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: παραδύομαι

형태분석: παραδύ (어간) + ομαι (인칭어미)

  1. to creep past, slink or steal past
  2. to creep or steal in

활용 정보

현재 시제

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ὁ δὲ πολυπράγμων ἐπ’ αὐτὰ ταῦτα παραδύεται· (Plutarch, De curiositate, section 3 2:5)

    (플루타르코스, De curiositate, section 3 2:5)

  • ὁ δὲ πολυπράγμων ἐπ’ αὐτὰ ταῦτα παραδύεται, σώφρονοσ μὲν οἰκίασ καὶ καθεστώσησ οὐδ’ ἂν παρακαλῇ τισ ἡδέωσ γιγνόμενοσ θεατήσ· (Plutarch, De curiositate, section 3 6:1)

    (플루타르코스, De curiositate, section 3 6:1)

  • οὔτε γὰρ σῖτον εἶχεν ἐκ παρασκευῆσ ἱκανόν, οὔτε βιάσασθαι τὴν πάροδον, καθημένου τοῦ Κλεομένουσ, ἦν ῥᾴδιον ἐπιχειρήσασ δὲ παραδύεσθαι διὰ τοῦ Λεχαίου νυκτόσ ἐξέπεσε καί τινασ ἀπέβαλε τῶν στρατιωτῶν, ὥστε παντάπασι θαρρῆσαι τὸν Κλεομένη καί τοὺσ περὶ αὐτὸν ἐπηρμένουσ τῇ νίκῃ τραπέσθαι πρὸσ τὸ δεῖπνον, ἀθυμεῖν δὲ τὸν Ἀντίγονον εἰσ οὐκ εὐπόρουσ κατακλειόμενον ὑπὸ τῆσ ἀνάγκησ λογισμούσ, ἐβουλεύετο γὰρ ἐπὶ τὴν ἄκραν ἀναζευγνύναι τὸ Ἡραῖον κἀκεῖθεν εἰσ Σικυῶνα πλοίοισ περαιῶσαι τὴν δύναμιν ὃ καί χρόνου πολλοῦ καί παρασκευῆσ ̣ (Plutarch, Cleomenes, chapter 20 2:1)

    (플루타르코스, Cleomenes, chapter 20 2:1)

  • "οὐ γὰρ νῦν αἰτεῖ πρῶτον βωμὸν ὁ Ἔρωσ καὶ θυσίαν οὐδ’ ἔπηλυσ ἔκ τινοσ βαρβαρικῆσ δεισιδαιμονίασ, ὥσπερ Ἄτται τινὲσ καὶ Ἀδώνιοι λεγόμενοι, δι’ ἀνδρογύνων καὶ γυναικῶν παραδύεται κρύφα τιμὰσ οὐ προσηκούσασ καρπούμενοσ, ὥστε παρεισγραφῆσ δίκην φεύγειν καὶ νοθείασ τῆσ ἐν θεοῖσ. (Plutarch, Amatorius, section 13 2:5)

    (플루타르코스, Amatorius, section 13 2:5)

유의어

  1. to creep or steal in

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION