헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

σπαραγμός

2군 변화 명사; 남성 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: σπαραγμός σπαραγμοῦ

형태분석: σπαραγμ (어간) + ος (어미)

어원: from spara/ssw

  1. a tearing, rending, mangling
  2. a convulsion, spasm

곡용 정보

2군 변화

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • Δευκαλίωνα ἐπὶ τούτοισ, καὶ τὴν μεγάλην ἐπ’ ἐκείνου τοῦ βίου ναυαγίαν, καὶ λάρνακα μίαν λείψανον τοῦ ἀνθρωπίνου ^ γένουσ φυλάττουσαν, καὶ ἐκ λίθων ἀνθρώπουσ πάλιν εἶτα Ιἄκχου σπαραγμὸν καὶ Ἥρασ δόλον καὶ Σεμέλησ κατάφλεξιν καὶ Διονύσου ἀμφοτέρασ τὰσ γονάσ, καὶ ὅσα περὶ Ἀθηνᾶσ καὶ ὅσα περὶ Ἡφαίστου καὶ Ἐριχθονίου, καὶ τὴν ἔριν τὴν περὶ τῆσ Ἀττικῆσ, καὶ Ἁλιρρόθιον καὶ τὴν πρώτην ἐν Ἀρείῳ πάγῳ κρίσιν, καὶ ὅλωσ τὴν Ἀττικὴν πᾶσαν μυθολογίαν· (Lucian, De saltatione, (no name) 39:1)

    (루키아노스, De saltatione, (no name) 39:1)

  • ἔχει καὶ Θρᾴκη πολλὰ τῷ ὀρχησομένῳ ἀναγκαῖα, τὸν Ὀρφέα, τὸν ἐκείνου σπαραγμὸν καὶ τὴν λάλον αὐτοῦ κεφαλὴν τὴν ἐπιπλέουσαν τῇ λύρᾳ , καὶ τὸν Αἷμον καὶ τὴν Ῥοδόπην, καὶ τὴν Λυκούργου κόλασιν. (Lucian, De saltatione, (no name) 51:1)

    (루키아노스, De saltatione, (no name) 51:1)

  • τὴν λάλον αὐτῆσ τρόπιν, τὰ ἐν Λήμνῳ, τὸν Αἰήτην, τὸν Μηδείασ ὄνειρον, τὸν Ἀψύρτου σπαραγμὸν καὶ τὰ ἐν τῷ παράπλῳ γενόμενα, καὶ μετὰ ταῦτα τὸν Πρωτεσίλαον καὶ τὴν Λαοδάμειαν. (Lucian, De saltatione, (no name) 53:1)

    (루키아노스, De saltatione, (no name) 53:1)

  • στένει δὲ καί τισ ἀμφὶ τὸν εὔροον Εὐρώταν Λάκαινα πολυδάκρυτοσ ἐν δόμοισ κόρα, πολιάν τ’ ἐπὶ κρᾶτα μάτηρ τέκνων θανόντων τίθεται χέρα δρύπτεται παρειάν, δίαιμον ὄνυχα τιθεμένα σπαραγμοῖσ. (Euripides, Hecuba, choral, epode2)

    (에우리피데스, Hecuba, choral, epode2)

  • ἴτ’ ἀπ’ ἐμοῦ χρωτὸσ σπαραγμοῖσ, ὡσ ἔτ’ οὖσ’ ἁγνὴ χρόα δῶ θοαῖσ αὔραισ φέρεσθαί σοι τάδ’, ὦ μαντεῖ’ ἄναξ. (Euripides, The Trojan Women, episode, trochees8)

    (에우리피데스, The Trojan Women, episode, trochees8)

  • κἀκεῖνοσ ὡσ ἤκουσε καὶ διώδυνοσ σπαραγμὸσ αὐτοῦ πλευμόνων ἀνθήψατο, μάρψασ ποδόσ νιν, ἄρθρον ᾗ λυγίζεται, ῥιπτεῖ πρὸσ ἀμφίκλυστον ἐκ πόντου πέτραν· (Sophocles, Trachiniae, episode 4:13)

    (소포클레스, 트라키니아이, episode 4:13)

유의어

  1. a tearing

  2. a convulsion

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION