σπαραγμός
2군 변화 명사; 남성
로마알파벳 전사:
고전 발음: []
신약 발음: []
기본형:
σπαραγμός
σπαραγμοῦ
형태분석:
σπαραγμ
(어간)
+
ος
(어미)
뜻
- a tearing, rending, mangling
- a convulsion, spasm
곡용 정보
2군 변화
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- καὶ μικρὰ μὲν περιλαβὼν ταῖσ ἡνίαισ τὸν χαλινόν ἄνευ πληγῆσ καὶ σπαραγμοῦ , προσανέστειλεν ὡσ δὲ ἑώρα τὸν ἵππον ἀφεικότα τὴν ἀπειλήν, ὀργῶντα δὲ πρὸσ τὸν δρόμον, ἐφεὶσ ἐδίωκεν ἤδη φωνῇ θρασυτέρᾳ καὶ ποδὸσ κρούσει χρώμενοσ. (Plutarch, Alexander, chapter 6 4:2)
(플루타르코스, Alexander, chapter 6 4:2)
- οὐ μὴν ἀλλὰ καὶ χειρουργίᾳ χρῆσθαι τοὺσ ἐλέφαντασ ἱστοροῦσι καὶ γὰρ ξυστὰ καὶ λόγχασ καὶ τοξεύματα, παριστάμενοι τοῖσ τετρωμένοισ, ἄνευ σπαραγμοῦ ῥᾳδίωσ καὶ ἀβλαβῶσ ἐξέλκουσιν. (Plutarch, De sollertia animalium, chapter, section 20 9:1)
(플루타르코스, De sollertia animalium, chapter, section 20 9:1)
- ὁ δὲ λάβραξ ἀνδρικώτερον τοῦ ἐλέφαντοσ οὐχ ἕτερον ἀλλ’ αὐτὸσ ἑαυτόν, ὅταν περιπέσῃ τῷ ἀγκίστρῳ, βελουλκεῖ, τῇ δεῦρο κἀκεῖ παραλλάξει τῆσ κεφαλῆσ ἀνευρύνων τὸ τραῦμα καὶ τὸν ἐκ τοῦ σπαραγμοῦ πόνον ὑπομένων, ἄχρι ἂν ἐκβάλῃ τὸ ἄγκιστρον. (Plutarch, De sollertia animalium, chapter, section 24 14:2)
(플루타르코스, De sollertia animalium, chapter, section 24 14:2)
- γίγνεται δὲ μετὰ σπαραγμοῦ τε καὶ λύπησ τῆσ ἐσχάτησ τὸ τὴν ἡδονὴν ἐκβάλλειν. (Dio, Chrysostom, Orationes, 66:1)
(디오, 크리소토모스, 연설 (2), 66:1)
- ἄνθρωπον γὰρ κατασπείσαντεσ τύπτουσι μαχαίρᾳ κατὰ τὸν ὑπὲρ τὸ διάφραγμα τόπον, καὶ πεσόντοσ τοῦ πληγέντοσ ἐκ τῆσ πτώσεωσ καὶ τοῦ σπαραγμοῦ τῶν μελῶν, ἔτι δὲ τῆσ τοῦ αἵματοσ ῥύσεωσ τὸ μέλλον νοοῦσι, παλαιᾷ τινι καὶ πολυχρονίῳ παρατηρήσει περὶ τούτων πεπιστευκότεσ. (Diodorus Siculus, Bibliotheca Historica, book 5, chapter 31 3:4)
(디오도로스 시켈로스, Bibliotheca Historica, book 5, chapter 31 3:4)
유의어
-
a tearing
-
a convulsion