헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἐπιρρήγνυμι

-νυμι 무어간모음 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἐπιρρήγνυμι ἐπιρρήξω ἐπέρρηξα

형태분석: ἐπι (접두사) + ῥήγνυ (어간) + μι (인칭어미)

  1. 찢다, 조각내다
  1. to rend
  2. to dash to, slam to
  3. to break or burst upon
  4. to dash to, shut violently

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐπιρρήγνυμι

(나는) 찢는다

ἐπιρρήγνυς

(너는) 찢는다

ἐπιρρήγνυσιν*

(그는) 찢는다

쌍수 ἐπιρρήγνυτον

(너희 둘은) 찢는다

ἐπιρρήγνυτον

(그 둘은) 찢는다

복수 ἐπιρρήγνυμεν

(우리는) 찢는다

ἐπιρρήγνυτε

(너희는) 찢는다

ἐπιρρηγνύᾱσιν*

(그들은) 찢는다

접속법단수 ἐπιρρηγνύω

(나는) 찢자

ἐπιρρηγνύῃς

(너는) 찢자

ἐπιρρηγνύῃ

(그는) 찢자

쌍수 ἐπιρρηγνύητον

(너희 둘은) 찢자

ἐπιρρηγνύητον

(그 둘은) 찢자

복수 ἐπιρρηγνύωμεν

(우리는) 찢자

ἐπιρρηγνύητε

(너희는) 찢자

ἐπιρρηγνύωσιν*

(그들은) 찢자

기원법단수 ἐπιρρηγνύοιμι

(나는) 찢기를 (바라다)

ἐπιρρηγνύοις

(너는) 찢기를 (바라다)

ἐπιρρηγνύοι

(그는) 찢기를 (바라다)

쌍수 ἐπιρρηγνύοιτον

(너희 둘은) 찢기를 (바라다)

ἐπιρρηγνυοίτην

(그 둘은) 찢기를 (바라다)

복수 ἐπιρρηγνύοιμεν

(우리는) 찢기를 (바라다)

ἐπιρρηγνύοιτε

(너희는) 찢기를 (바라다)

ἐπιρρηγνύοιεν

(그들은) 찢기를 (바라다)

명령법단수 ἐπιρρήγνυ

(너는) 찢어라

ἐπιρρηγνύτω

(그는) 찢어라

쌍수 ἐπιρρήγνυτον

(너희 둘은) 찢어라

ἐπιρρηγνύτων

(그 둘은) 찢어라

복수 ἐπιρρήγνυτε

(너희는) 찢어라

ἐπιρρηγνύντων

(그들은) 찢어라

부정사 ἐπιρρηγνύναι

찢는 것

분사 남성여성중성
ἐπιρρηγνῡς

ἐπιρρηγνυντος

ἐπιρρηγνῡσα

ἐπιρρηγνῡσης

ἐπιρρηγνυν

ἐπιρρηγνυντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐπιρρήγνυμαι

(나는) 찢힌다

ἐπιρρήγνυσαι

(너는) 찢힌다

ἐπιρρήγνυται

(그는) 찢힌다

쌍수 ἐπιρρήγνυσθον

(너희 둘은) 찢힌다

ἐπιρρήγνυσθον

(그 둘은) 찢힌다

복수 ἐπιρρηγνύμεθα

(우리는) 찢힌다

ἐπιρρήγνυσθε

(너희는) 찢힌다

ἐπιρρήγνυνται

(그들은) 찢힌다

접속법단수 ἐπιρρηγνύωμαι

(나는) 찢히자

ἐπιρρηγνύῃ

(너는) 찢히자

ἐπιρρηγνύηται

(그는) 찢히자

쌍수 ἐπιρρηγνύησθον

(너희 둘은) 찢히자

ἐπιρρηγνύησθον

(그 둘은) 찢히자

복수 ἐπιρρηγνυώμεθα

(우리는) 찢히자

ἐπιρρηγνύησθε

(너희는) 찢히자

ἐπιρρηγνύωνται

(그들은) 찢히자

기원법단수 ἐπιρρηγνυοίμην

(나는) 찢히기를 (바라다)

ἐπιρρηγνύοιο

(너는) 찢히기를 (바라다)

ἐπιρρηγνύοιτο

(그는) 찢히기를 (바라다)

쌍수 ἐπιρρηγνύοισθον

(너희 둘은) 찢히기를 (바라다)

ἐπιρρηγνυοίσθην

(그 둘은) 찢히기를 (바라다)

복수 ἐπιρρηγνυοίμεθα

(우리는) 찢히기를 (바라다)

ἐπιρρηγνύοισθε

(너희는) 찢히기를 (바라다)

ἐπιρρηγνύοιντο

(그들은) 찢히기를 (바라다)

명령법단수 ἐπιρρήγνυσο

(너는) 찢혀라

ἐπιρρηγνύσθω

(그는) 찢혀라

쌍수 ἐπιρρήγνυσθον

(너희 둘은) 찢혀라

ἐπιρρηγνύσθων

(그 둘은) 찢혀라

복수 ἐπιρρήγνυσθε

(너희는) 찢혀라

ἐπιρρηγνύσθων

(그들은) 찢혀라

부정사 ἐπιρρήγνυσθαι

찢히는 것

분사 남성여성중성
ἐπιρρηγνυμενος

ἐπιρρηγνυμενου

ἐπιρρηγνυμενη

ἐπιρρηγνυμενης

ἐπιρρηγνυμενον

ἐπιρρηγνυμενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐπιρρήξω

(나는) 찢겠다

ἐπιρρήξεις

(너는) 찢겠다

ἐπιρρήξει

(그는) 찢겠다

쌍수 ἐπιρρήξετον

(너희 둘은) 찢겠다

ἐπιρρήξετον

(그 둘은) 찢겠다

복수 ἐπιρρήξομεν

(우리는) 찢겠다

ἐπιρρήξετε

(너희는) 찢겠다

ἐπιρρήξουσιν*

(그들은) 찢겠다

기원법단수 ἐπιρρήξοιμι

(나는) 찢겠기를 (바라다)

ἐπιρρήξοις

(너는) 찢겠기를 (바라다)

ἐπιρρήξοι

(그는) 찢겠기를 (바라다)

쌍수 ἐπιρρήξοιτον

(너희 둘은) 찢겠기를 (바라다)

ἐπιρρηξοίτην

(그 둘은) 찢겠기를 (바라다)

복수 ἐπιρρήξοιμεν

(우리는) 찢겠기를 (바라다)

ἐπιρρήξοιτε

(너희는) 찢겠기를 (바라다)

ἐπιρρήξοιεν

(그들은) 찢겠기를 (바라다)

부정사 ἐπιρρήξειν

찢을 것

분사 남성여성중성
ἐπιρρηξων

ἐπιρρηξοντος

ἐπιρρηξουσα

ἐπιρρηξουσης

ἐπιρρηξον

ἐπιρρηξοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐπιρρήξομαι

(나는) 찢히겠다

ἐπιρρήξει, ἐπιρρήξῃ

(너는) 찢히겠다

ἐπιρρήξεται

(그는) 찢히겠다

쌍수 ἐπιρρήξεσθον

(너희 둘은) 찢히겠다

ἐπιρρήξεσθον

(그 둘은) 찢히겠다

복수 ἐπιρρηξόμεθα

(우리는) 찢히겠다

ἐπιρρήξεσθε

(너희는) 찢히겠다

ἐπιρρήξονται

(그들은) 찢히겠다

기원법단수 ἐπιρρηξοίμην

(나는) 찢히겠기를 (바라다)

ἐπιρρήξοιο

(너는) 찢히겠기를 (바라다)

ἐπιρρήξοιτο

(그는) 찢히겠기를 (바라다)

쌍수 ἐπιρρήξοισθον

(너희 둘은) 찢히겠기를 (바라다)

ἐπιρρηξοίσθην

(그 둘은) 찢히겠기를 (바라다)

복수 ἐπιρρηξοίμεθα

(우리는) 찢히겠기를 (바라다)

ἐπιρρήξοισθε

(너희는) 찢히겠기를 (바라다)

ἐπιρρήξοιντο

(그들은) 찢히겠기를 (바라다)

부정사 ἐπιρρήξεσθαι

찢힐 것

분사 남성여성중성
ἐπιρρηξομενος

ἐπιρρηξομενου

ἐπιρρηξομενη

ἐπιρρηξομενης

ἐπιρρηξομενον

ἐπιρρηξομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐπέρρηγνυν

(나는) 찢고 있었다

ἐπέρρηγνυς

(너는) 찢고 있었다

ἐπέρρηγνυν*

(그는) 찢고 있었다

쌍수 ἐπερρήγνυτον

(너희 둘은) 찢고 있었다

ἐπερρηγνύτην

(그 둘은) 찢고 있었다

복수 ἐπερρήγνυμεν

(우리는) 찢고 있었다

ἐπερρήγνυτε

(너희는) 찢고 있었다

ἐπερρήγνυσαν

(그들은) 찢고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐπερρηγνύμην

(나는) 찢히고 있었다

ἐπερρηγνύου, ἐπερρήγνυσο

(너는) 찢히고 있었다

ἐπερρήγνυτο

(그는) 찢히고 있었다

쌍수 ἐπερρήγνυσθον

(너희 둘은) 찢히고 있었다

ἐπερρηγνύσθην

(그 둘은) 찢히고 있었다

복수 ἐπερρηγνύμεθα

(우리는) 찢히고 있었다

ἐπερρήγνυσθε

(너희는) 찢히고 있었다

ἐπερρήγνυντο

(그들은) 찢히고 있었다

단순 과거(Aorist) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐπέρρηξα

(나는) 찢었다

ἐπέρρηξας

(너는) 찢었다

ἐπέρρηξεν*

(그는) 찢었다

쌍수 ἐπερρήξατον

(너희 둘은) 찢었다

ἐπερρηξάτην

(그 둘은) 찢었다

복수 ἐπερρήξαμεν

(우리는) 찢었다

ἐπερρήξατε

(너희는) 찢었다

ἐπέρρηξαν

(그들은) 찢었다

접속법단수 ἐπιρρήξω

(나는) 찢었자

ἐπιρρήξῃς

(너는) 찢었자

ἐπιρρήξῃ

(그는) 찢었자

쌍수 ἐπιρρήξητον

(너희 둘은) 찢었자

ἐπιρρήξητον

(그 둘은) 찢었자

복수 ἐπιρρήξωμεν

(우리는) 찢었자

ἐπιρρήξητε

(너희는) 찢었자

ἐπιρρήξωσιν*

(그들은) 찢었자

기원법단수 ἐπιρρήξαιμι

(나는) 찢었기를 (바라다)

ἐπιρρήξαις

(너는) 찢었기를 (바라다)

ἐπιρρήξαι

(그는) 찢었기를 (바라다)

쌍수 ἐπιρρήξαιτον

(너희 둘은) 찢었기를 (바라다)

ἐπιρρηξαίτην

(그 둘은) 찢었기를 (바라다)

복수 ἐπιρρήξαιμεν

(우리는) 찢었기를 (바라다)

ἐπιρρήξαιτε

(너희는) 찢었기를 (바라다)

ἐπιρρήξαιεν

(그들은) 찢었기를 (바라다)

명령법단수 ἐπιρρήξον

(너는) 찢었어라

ἐπιρρηξάτω

(그는) 찢었어라

쌍수 ἐπιρρήξατον

(너희 둘은) 찢었어라

ἐπιρρηξάτων

(그 둘은) 찢었어라

복수 ἐπιρρήξατε

(너희는) 찢었어라

ἐπιρρηξάντων

(그들은) 찢었어라

부정사 ἐπιρρήξαι

찢었는 것

분사 남성여성중성
ἐπιρρηξᾱς

ἐπιρρηξαντος

ἐπιρρηξᾱσα

ἐπιρρηξᾱσης

ἐπιρρηξαν

ἐπιρρηξαντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐπερρηξάμην

(나는) 찢혔다

ἐπερρήξω

(너는) 찢혔다

ἐπερρήξατο

(그는) 찢혔다

쌍수 ἐπερρήξασθον

(너희 둘은) 찢혔다

ἐπερρηξάσθην

(그 둘은) 찢혔다

복수 ἐπερρηξάμεθα

(우리는) 찢혔다

ἐπερρήξασθε

(너희는) 찢혔다

ἐπερρήξαντο

(그들은) 찢혔다

접속법단수 ἐπιρρήξωμαι

(나는) 찢혔자

ἐπιρρήξῃ

(너는) 찢혔자

ἐπιρρήξηται

(그는) 찢혔자

쌍수 ἐπιρρήξησθον

(너희 둘은) 찢혔자

ἐπιρρήξησθον

(그 둘은) 찢혔자

복수 ἐπιρρηξώμεθα

(우리는) 찢혔자

ἐπιρρήξησθε

(너희는) 찢혔자

ἐπιρρήξωνται

(그들은) 찢혔자

기원법단수 ἐπιρρηξαίμην

(나는) 찢혔기를 (바라다)

ἐπιρρήξαιο

(너는) 찢혔기를 (바라다)

ἐπιρρήξαιτο

(그는) 찢혔기를 (바라다)

쌍수 ἐπιρρήξαισθον

(너희 둘은) 찢혔기를 (바라다)

ἐπιρρηξαίσθην

(그 둘은) 찢혔기를 (바라다)

복수 ἐπιρρηξαίμεθα

(우리는) 찢혔기를 (바라다)

ἐπιρρήξαισθε

(너희는) 찢혔기를 (바라다)

ἐπιρρήξαιντο

(그들은) 찢혔기를 (바라다)

명령법단수 ἐπιρρήξαι

(너는) 찢혔어라

ἐπιρρηξάσθω

(그는) 찢혔어라

쌍수 ἐπιρρήξασθον

(너희 둘은) 찢혔어라

ἐπιρρηξάσθων

(그 둘은) 찢혔어라

복수 ἐπιρρήξασθε

(너희는) 찢혔어라

ἐπιρρηξάσθων

(그들은) 찢혔어라

부정사 ἐπιρρήξεσθαι

찢혔는 것

분사 남성여성중성
ἐπιρρηξαμενος

ἐπιρρηξαμενου

ἐπιρρηξαμενη

ἐπιρρηξαμενης

ἐπιρρηξαμενον

ἐπιρρηξαμενου

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. 찢다

  2. to dash to

  3. to break or burst upon

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION