헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

σπαράσσω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: σπαράσσω

형태분석: σπαράσς (어간) + ω (인칭어미)

어원: akin to spai/rw

  1. 뜯다, 찢다, 파내다, 무너뜨리다, 부수다
  2. 공격하다, 습격하다, 기습하다
  1. to tear, rend in pieces, mangle, to tear one's
  2. to rend asunder
  3. to pull to pieces, attack

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 σπαράσσω

(나는) 뜯는다

σπαράσσεις

(너는) 뜯는다

σπαράσσει

(그는) 뜯는다

쌍수 σπαράσσετον

(너희 둘은) 뜯는다

σπαράσσετον

(그 둘은) 뜯는다

복수 σπαράσσομεν

(우리는) 뜯는다

σπαράσσετε

(너희는) 뜯는다

σπαράσσουσιν*

(그들은) 뜯는다

접속법단수 σπαράσσω

(나는) 뜯자

σπαράσσῃς

(너는) 뜯자

σπαράσσῃ

(그는) 뜯자

쌍수 σπαράσσητον

(너희 둘은) 뜯자

σπαράσσητον

(그 둘은) 뜯자

복수 σπαράσσωμεν

(우리는) 뜯자

σπαράσσητε

(너희는) 뜯자

σπαράσσωσιν*

(그들은) 뜯자

기원법단수 σπαράσσοιμι

(나는) 뜯기를 (바라다)

σπαράσσοις

(너는) 뜯기를 (바라다)

σπαράσσοι

(그는) 뜯기를 (바라다)

쌍수 σπαράσσοιτον

(너희 둘은) 뜯기를 (바라다)

σπαρασσοίτην

(그 둘은) 뜯기를 (바라다)

복수 σπαράσσοιμεν

(우리는) 뜯기를 (바라다)

σπαράσσοιτε

(너희는) 뜯기를 (바라다)

σπαράσσοιεν

(그들은) 뜯기를 (바라다)

명령법단수 σπάρασσε

(너는) 뜯어라

σπαρασσέτω

(그는) 뜯어라

쌍수 σπαράσσετον

(너희 둘은) 뜯어라

σπαρασσέτων

(그 둘은) 뜯어라

복수 σπαράσσετε

(너희는) 뜯어라

σπαρασσόντων, σπαρασσέτωσαν

(그들은) 뜯어라

부정사 σπαράσσειν

뜯는 것

분사 남성여성중성
σπαρασσων

σπαρασσοντος

σπαρασσουσα

σπαρασσουσης

σπαρασσον

σπαρασσοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 σπαράσσομαι

(나는) 뜯힌다

σπαράσσει, σπαράσσῃ

(너는) 뜯힌다

σπαράσσεται

(그는) 뜯힌다

쌍수 σπαράσσεσθον

(너희 둘은) 뜯힌다

σπαράσσεσθον

(그 둘은) 뜯힌다

복수 σπαρασσόμεθα

(우리는) 뜯힌다

σπαράσσεσθε

(너희는) 뜯힌다

σπαράσσονται

(그들은) 뜯힌다

접속법단수 σπαράσσωμαι

(나는) 뜯히자

σπαράσσῃ

(너는) 뜯히자

σπαράσσηται

(그는) 뜯히자

쌍수 σπαράσσησθον

(너희 둘은) 뜯히자

σπαράσσησθον

(그 둘은) 뜯히자

복수 σπαρασσώμεθα

(우리는) 뜯히자

σπαράσσησθε

(너희는) 뜯히자

σπαράσσωνται

(그들은) 뜯히자

기원법단수 σπαρασσοίμην

(나는) 뜯히기를 (바라다)

σπαράσσοιο

(너는) 뜯히기를 (바라다)

σπαράσσοιτο

(그는) 뜯히기를 (바라다)

쌍수 σπαράσσοισθον

(너희 둘은) 뜯히기를 (바라다)

σπαρασσοίσθην

(그 둘은) 뜯히기를 (바라다)

복수 σπαρασσοίμεθα

(우리는) 뜯히기를 (바라다)

σπαράσσοισθε

(너희는) 뜯히기를 (바라다)

σπαράσσοιντο

(그들은) 뜯히기를 (바라다)

명령법단수 σπαράσσου

(너는) 뜯혀라

σπαρασσέσθω

(그는) 뜯혀라

쌍수 σπαράσσεσθον

(너희 둘은) 뜯혀라

σπαρασσέσθων

(그 둘은) 뜯혀라

복수 σπαράσσεσθε

(너희는) 뜯혀라

σπαρασσέσθων, σπαρασσέσθωσαν

(그들은) 뜯혀라

부정사 σπαράσσεσθαι

뜯히는 것

분사 남성여성중성
σπαρασσομενος

σπαρασσομενου

σπαρασσομενη

σπαρασσομενης

σπαρασσομενον

σπαρασσομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐσπάρασσον

(나는) 뜯고 있었다

ἐσπάρασσες

(너는) 뜯고 있었다

ἐσπάρασσεν*

(그는) 뜯고 있었다

쌍수 ἐσπαράσσετον

(너희 둘은) 뜯고 있었다

ἐσπαρασσέτην

(그 둘은) 뜯고 있었다

복수 ἐσπαράσσομεν

(우리는) 뜯고 있었다

ἐσπαράσσετε

(너희는) 뜯고 있었다

ἐσπάρασσον

(그들은) 뜯고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐσπαρασσόμην

(나는) 뜯히고 있었다

ἐσπαράσσου

(너는) 뜯히고 있었다

ἐσπαράσσετο

(그는) 뜯히고 있었다

쌍수 ἐσπαράσσεσθον

(너희 둘은) 뜯히고 있었다

ἐσπαρασσέσθην

(그 둘은) 뜯히고 있었다

복수 ἐσπαρασσόμεθα

(우리는) 뜯히고 있었다

ἐσπαράσσεσθε

(너희는) 뜯히고 있었다

ἐσπαράσσοντο

(그들은) 뜯히고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • τὴν γαλεάγραν σπαράσσειν ἐκείνου δὲ φείσασθαι οἰομένην σύντροφον ἔχειν ἤδη καὶ σύνοικον. (Plutarch, De sollertia animalium, chapter, section 20 8:1)

    (플루타르코스, De sollertia animalium, chapter, section 20 8:1)

  • πρὸσ δὲ τούτοισ διασύρων τὰ ἔργα ἐμφανῶσ ἔλεγε τραγῳδίαισ καὶ σκιαγραφίαισ πεπολεμηκέναι βασιλικαῖσ τὸν Λεύκολλον, αὑτῷ δὲ πρὸσ ἀληθινὴν καὶ σεσωφρονισμένην τὸν ἀγῶνα λείπεσθαι δύναμιν, εἰσ θυρεοὺσ καὶ ξίφη καὶ ἵππουσ Μιθριδάτου καταφεύγοντοσ, ἀμυνόμενοσ δὲ ὁ Λεύκολλοσ εἰδώλῳ καὶ σκιᾷ πολέμου τὸν Πομπήϊον ἔφη μαχούμενον βαδίζειν, εἰθισμένον ἀλλοτρίοισ νεκροῖσ, ὥσπερ ὄρνιν ἀργόν, ἐπικαταίρειν καὶ λείψανα πολέμων σπαράσσειν. (Plutarch, Pompey, chapter 31 6:1)

    (플루타르코스, Pompey, chapter 31 6:1)

  • καὶ ἰδοὺ πνεῦμα λαμβάνει αὐτόν, καὶ ἐξέφνησ κράζει, καὶ σπαράσσει αὐτὸν μετὰ ἀφροῦ καὶ μόλισ ἀποχωρεῖ ἀπ’ αὐτοῦ συντρῖβον αὐτόν· (, chapter 3 432:1)

    (, chapter 3 432:1)

유의어

  1. 뜯다

  2. to rend asunder

  3. 공격하다

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION