헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

κατακνίζω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: κατακνίζω κατακνιῶ

형태분석: κατα (접두사) + κνίζ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 간질이다, 간질대다, 간질거리다
  1. to pull to pieces, shred small
  2. to tickle, to itch

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατακνίζω

κατακνίζεις

κατακνίζει

쌍수 κατακνίζετον

κατακνίζετον

복수 κατακνίζομεν

κατακνίζετε

κατακνίζουσιν*

접속법단수 κατακνίζω

κατακνίζῃς

κατακνίζῃ

쌍수 κατακνίζητον

κατακνίζητον

복수 κατακνίζωμεν

κατακνίζητε

κατακνίζωσιν*

기원법단수 κατακνίζοιμι

κατακνίζοις

κατακνίζοι

쌍수 κατακνίζοιτον

κατακνιζοίτην

복수 κατακνίζοιμεν

κατακνίζοιτε

κατακνίζοιεν

명령법단수 κατακνίζε

κατακνιζέτω

쌍수 κατακνίζετον

κατακνιζέτων

복수 κατακνίζετε

κατακνιζόντων, κατακνιζέτωσαν

부정사 κατακνίζειν

분사 남성여성중성
κατακνιζων

κατακνιζοντος

κατακνιζουσα

κατακνιζουσης

κατακνιζον

κατακνιζοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατακνίζομαι

κατακνίζει, κατακνίζῃ

κατακνίζεται

쌍수 κατακνίζεσθον

κατακνίζεσθον

복수 κατακνιζόμεθα

κατακνίζεσθε

κατακνίζονται

접속법단수 κατακνίζωμαι

κατακνίζῃ

κατακνίζηται

쌍수 κατακνίζησθον

κατακνίζησθον

복수 κατακνιζώμεθα

κατακνίζησθε

κατακνίζωνται

기원법단수 κατακνιζοίμην

κατακνίζοιο

κατακνίζοιτο

쌍수 κατακνίζοισθον

κατακνιζοίσθην

복수 κατακνιζοίμεθα

κατακνίζοισθε

κατακνίζοιντο

명령법단수 κατακνίζου

κατακνιζέσθω

쌍수 κατακνίζεσθον

κατακνιζέσθων

복수 κατακνίζεσθε

κατακνιζέσθων, κατακνιζέσθωσαν

부정사 κατακνίζεσθαι

분사 남성여성중성
κατακνιζομενος

κατακνιζομενου

κατακνιζομενη

κατακνιζομενης

κατακνιζομενον

κατακνιζομενου

미래 시제

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to pull to pieces

  2. 간질이다

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION