헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἀποκνίζω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἀποκνίζω

형태분석: ἀπο (접두사) + κνίζ (어간) + ω (인칭어미)

  1. to nip off

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀποκνίζω

ἀποκνίζεις

ἀποκνίζει

쌍수 ἀποκνίζετον

ἀποκνίζετον

복수 ἀποκνίζομεν

ἀποκνίζετε

ἀποκνίζουσιν*

접속법단수 ἀποκνίζω

ἀποκνίζῃς

ἀποκνίζῃ

쌍수 ἀποκνίζητον

ἀποκνίζητον

복수 ἀποκνίζωμεν

ἀποκνίζητε

ἀποκνίζωσιν*

기원법단수 ἀποκνίζοιμι

ἀποκνίζοις

ἀποκνίζοι

쌍수 ἀποκνίζοιτον

ἀποκνιζοίτην

복수 ἀποκνίζοιμεν

ἀποκνίζοιτε

ἀποκνίζοιεν

명령법단수 ἀποκνίζε

ἀποκνιζέτω

쌍수 ἀποκνίζετον

ἀποκνιζέτων

복수 ἀποκνίζετε

ἀποκνιζόντων, ἀποκνιζέτωσαν

부정사 ἀποκνίζειν

분사 남성여성중성
ἀποκνιζων

ἀποκνιζοντος

ἀποκνιζουσα

ἀποκνιζουσης

ἀποκνιζον

ἀποκνιζοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀποκνίζομαι

ἀποκνίζει, ἀποκνίζῃ

ἀποκνίζεται

쌍수 ἀποκνίζεσθον

ἀποκνίζεσθον

복수 ἀποκνιζόμεθα

ἀποκνίζεσθε

ἀποκνίζονται

접속법단수 ἀποκνίζωμαι

ἀποκνίζῃ

ἀποκνίζηται

쌍수 ἀποκνίζησθον

ἀποκνίζησθον

복수 ἀποκνιζώμεθα

ἀποκνίζησθε

ἀποκνίζωνται

기원법단수 ἀποκνιζοίμην

ἀποκνίζοιο

ἀποκνίζοιτο

쌍수 ἀποκνίζοισθον

ἀποκνιζοίσθην

복수 ἀποκνιζοίμεθα

ἀποκνίζοισθε

ἀποκνίζοιντο

명령법단수 ἀποκνίζου

ἀποκνιζέσθω

쌍수 ἀποκνίζεσθον

ἀποκνιζέσθων

복수 ἀποκνίζεσθε

ἀποκνιζέσθων, ἀποκνιζέσθωσαν

부정사 ἀποκνίζεσθαι

분사 남성여성중성
ἀποκνιζομενος

ἀποκνιζομενου

ἀποκνιζομενη

ἀποκνιζομενης

ἀποκνιζομενον

ἀποκνιζομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἂν δὲ μὴ δύνηται, συναγαγὼν τὸ στόμα καὶ περιστείλασ, τοῖσ χείλεσιν ἄκροισ ἐπιψαύων ἀποκνίζει τοῦ δελέατοσ. (Plutarch, De sollertia animalium, chapter, section 24 14:1)

    (플루타르코스, De sollertia animalium, chapter, section 24 14:1)

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION