καταφεύγω?
비축약 동사;
자동번역
로마알파벳 전사: katapheugō
고전 발음: [까따페우고:]
신약 발음: [까따페우고]
기본형:
καταφεύγω
καταφεύξομαι
형태분석:
κατα
(접두사)
+
φεύγ
(어간)
+
ω
(인칭어미)
뜻
- 탈출하다, 도망치다
- 호소하다, 항소하다, 도움을 요청하다
- to flee for refuge, to flee for refuge, to flee and take refuge, to flee for protection
- to escape
- to have recourse to
- to fall back upon, appeal to
활용 정보
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- τῶν δ Ἰτυκαίων τῶν μὲν εἰς τὰς οἰκίας, τῶν δ εἰς ἱερὰ καταφευγόντων δι ὀργῆς αὐτοὺς ἔχων φόνου τὴν πόλιν ἐπλήρωσε. (Diodorus Siculus, Bibliotheca Historica, Books XVIII-XX, book 20, chapter 55 2:1)
(디오도로스 시켈로스, Bibliotheca Historica, Books XVIII-XX, book 20, chapter 55 2:1)
- νότοι δὲ κατὰ μὲν Αἰθιοπίαν οὔτε πνέουσιν οὔτε γνωρίζονται τὸ σύνολον, κατὰ δὲ τὴν Τρωγλοδυτικὴν καὶ τὴν Ἀραβίαν θερμοὶ γίνονται καθ ὑπερβολήν, ὥστε καὶ τὰς ὕλας ἐκπυροῦν καὶ τῶν καταφευγόντων εἰς τὰς ἐν ταῖς καλύβαις σκιὰς ἐκλύειν τὰ σώματα. (Diodorus Siculus, Bibliotheca Historica, book 3, chapter 48 5:2)
(디오도로스 시켈로스, Bibliotheca Historica, book 3, chapter 48 5:2)
- οὐ τοίνυν μόνον ταῖς ἄλλαις δωρεαῖς οὐδὲ τῇ τῶν καταφευγόντων δή που θεραπείᾳ καὶ προστασίᾳ, οὐδ οἷς, ὡς εἴπομεν, ηὔξησε τὸ Ἑλληνικὸν τῆς εἰς πάντας ἀρετῆς καὶ μεγαλοψυχίας ἐναργῆ δείγματα ἐξήνεγκεν ἡ πόλις ἡμῖν, ἀλλ οὐδείς ἐστιν ἀγὼν ὅτου δεῆσαν ὤκνησεν, ἀλλ ἀμείνων περὶ τοὺς δεηθέντας ἢ κεῖνοι συνεβούλοντο ἐγένετο. (Aristides, Aelius, Orationes, 26:5)
(아리스티데스, 아일리오스, 연설, 26:5)
- τὸ γὰρ τοσαύτην μὲν προθυμίαν παρεχομένους ὑπὲρ τῆς ἁπάντων σωτηρίας, τοσαύτην δὲ εἰσφορὰν εἰσενεγκόντας τῇ κοινῇ χρείᾳ, πάντα δὲ αὐτοὺς ὄντας, καὶ τῶν μὲν πραγμάτων εἰς τὴν θάλατταν καὶ τὰς ναῦς, τῶν δ ἐν ταῖς ναυσὶν εἰς τὴν πόλιν ἀνακειμένων, τῶν δ ἄλλων, ὥσπερ χειμῶνος ὡρ´ᾳ, καταφευγόντων πρὸς τὴν ἐκείνων δύναμιν καὶ ἐπὶ τῆς ἐκείνων ἀρετῆς τε καὶ τύχης ὁρμούντων, καὶ μηδ ἂν αὐτῶν, ὅπερ εἶπον, ἐξάρνων γιγνομένων ὡς οὐχ οὕτως ταῦτ ἔχει, τοσοῦτον πραότητος καὶ μεγαλοψυχίας προσθεῖναι ὥσθ ἑτέροις ἡγεῖσθαι συγχωρῆσαι τὴν ἐπὶ σχήματος ἡγεμονίαν, καὶ μὴ φιλονεικῆσαι, μηδὲ ἃ κἂν οἱ νωθρότατοι τὴν φύσιν εἶπον, κἂν ὑπὲρ αὐτῶν ἕτεροι μηδὲν μήτε φθέγξασθαι μήτε μελλῆσαι μήθ ὅλως φωνὴν ἔχουσιν ἐοικότας ὀφθῆναι τούτων ἕνεκα, πῶς οὐ πᾶσαν ἤδη σοφίαν παρ ἐκείνοις οὖσαν ὡς ἀληθῶς ἀποφαίνει καὶ πάντων ἄνδρας ἀρίστους ἐκείνους καὶ κατὰ ἔθνη καὶ καθ ἕνα καὶ ὁπωσοῦν ἐξετάζοντι· (Aristides, Aelius, Orationes, 44:6)
(아리스티데스, 아일리오스, 연설, 44:6)
- καὶ σιωπῶ σίτου μετάδοσιν τὸ ἀρχαῖον καὶ μυστηρίων ἔτι νῦν ἐφ ἑκάστῳ τῷ ἔτει γιγνομένων καὶ τῶν καταφευγόντων ὑποδοχὰς καὶ μυρίας ἑτέρας φιλανθρωπίας. (Aristides, Aelius, Orationes, 6:9)
(아리스티데스, 아일리오스, 연설, 6:9)
유의어
-
to flee for refuge
-
탈출하다
- ἀναφεύγω (탈출하다, 도망치다)
- ὑπεκφεύγω (to escape from)
- ἐκπίπτω (탈출하다, 도망치다)
- ἐκφεύγω (escapes)
- ἐξαναδύομαι (to escape from)
- ἐκφεύγω (탈출하다, 도망치다)
- φθάνω (escapes, first, is first)
- προίημι (to suffer to escap)
- διεκφεύγω (to escape completely)
- ὑπεκδύομαι (탈출하다, 도망치다, 달아나다)
- ἐκφεύγω (~에서 달아나다, 탈출하다, 도망치다)
- ἐξαλύσκω (탈출하다, 도망치다, 달아나다)
- ἐκπαίω (탈출하다, 도망치다, 달아나다)
- φευξείω (to wish to escape)
- διαλανθάνω (알려지지 않은채로 남다)
- λανθάνω (알려지지 않은채로 남다)
- παραλανθάνω (알려지지 않은채로 남다)
- ἐκδύω (탈출하다, 도망치다, 달아나다)
- ἀποτίθημι (피하다, 탈출하다, 도망치다)
- παρατρέχω (to escape unnoticed)
-
호소하다
파생어
- ἀναφεύγω (탈출하다, 도망치다)
- ἀποπροφεύγω (to flee away from)
- ἀποφεύγω (탈출하다, 도망치다, 달아나다)
- διαφεύγω (탈출하다, 도망치다, 달아나다)
- ἐκπροφεύγω (to flee away from)
- ἐκφεύγω (탈출하다, 도망치다, 달아나다)
- ἐμφεύγω (to fly in or into)
- παραφεύγω (to flee close past or beyond)
- περιφεύγω (~에서 달아나다, 탈출하다, 도망치다)
- προκαταφεύγω (to escape to a place of safety before)
- προσφεύγω (to flee for refuge to)
- προφεύγω (날아가 버리다, 도망가 버리다, 피하다)
- συμφεύγω (to flee along with, to be banished along with or together, shared in)
- ὑπεκφεύγω (to flee away or escape secretly, to escape from)
- ὑποφεύγω (피하다, 신중하다, 회피하다)
- φεύγω (도망가다, 달아나다, 탈출하다)