προσπαίζω?
비축약 동사;
자동번역
로마알파벳 전사: prospaizō
고전 발음: [쁘로스빠이즈도:]
신약 발음: [쁘로스빼조]
기본형:
προσπαίζω
προσπαίξομαι
προσέπαιξα
형태분석:
προς
(접두사)
+
παίζ
(어간)
+
ω
(인칭어미)
뜻
- 희롱하다, 스포츠를 하다, 시끄럽게 즐기다
- 노래하다, 연주하다, 노래 부르다
- to play or sport with
- to sport, jest
- to sing to, sang, in praise of
- to banter
활용 정보
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- μένουσε δὲ ὡς πρόβατα αἰώνια, τὰ δὲ παιδία αὐτῶν προσπαίζουσιν (Septuagint, Liber Iob 21:11)
(70인역 성경, 욥기 21:11)
- ὁ Βράγχος ἐπὶ πέτρας καθεζόμενος ἀνέχει λαγὼν καὶ προσπαίζει τὸν κύνα, ὁ δὲ πηδησομένῳ ἐοίκεν ἐπ αὐτὸν εἰς τὸ ὕψος, καὶ Ἀπόλλων παρεστὼς μειδιᾷ τερπόμενος ἀμφοῖν καὶ τῷ παιδὶ παίζοντι καὶ πειρωμένῳ τῷ κυνί. (Lucian, De Domo, (no name) 24:2)
(루키아노스, De Domo, (no name) 24:2)
- Περεγρίνου δὲ τοῦ Πρωτέως ἐπιτιμῶντος αὐτῷ, ὅτι ἐγέλα τὰ πολλὰ καὶ τοῖς ἀνθρώποις προσέπαιζε, καὶ λέγοντος, Δημῶναξ, οὐ κυνᾷς, ἀπεκρίνατο, Περεγρῖνε, οὐκ ἀνθρωπίζεις. (Lucian, (no name) 21:1)
(루키아노스, (no name) 21:1)
- σὺ δὲ ἐπείπερ ἔμαθες ὑποχείριον ἔχων με τετηκυῖαν ἐπὶ σοί, ἄρτι μὲν Λυκαίνῃ προσέπαιζες ἐμοῦ ὁρώσης, ὡς λυποίης ἐμέ, ἄρτι δὲ σὺν ἐμοὶ κατακείμενος ἐπῄνεις Μαγίδιον τὴν ψάλτριαν: (Lucian, Dialogi meretricii, 1:6)
(루키아노스, Dialogi meretricii, 1:6)
- καὶ ὑπὸ τῶν μίμων εἰσεφέρετο ὅλος συγκεκαλυμμένος καὶ ἐτίθετο εἰς τὴν γῆν ὡς εἷς ὢν τῶν μίμων καὶ τῆς συμφωνίας προκαλουμένης ὁ βασιλεὺς ἀναπηδήσας ὠρχεῖτο γυμνὸς καὶ προσέπαιζε τοῖς μίμοις, ὥστε πάντας αἰσχύνεσθαι. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 10, book 10, chapter 53 2:1)
(아테나이오스, The Deipnosophists, Book 10, book 10, chapter 53 2:1)
- ἄπιμέν τε δὴ τοῦ ἱεροῦ, οὐκ οἶδ ὁπόσον τι, κἀγὼ τοῖς φίλοις ἐνδεικνύμενος προσπαίζω τοὺς χῆνας καὶ λέγω, ἱκανῶς ὑμῖν, ὦ οὗτοι, λελειτούργηται, πορεύεσθε. (Aristides, Aelius, Orationes, 12:12)
(아리스티데스, 아일리오스, 연설, 12:12)
유의어
-
to play or sport with
- συμπαίζω (지키다, 막다, 두다)
- παίζω (놀다, 뜯다, 스포츠를 하다)
- ἐμπαίζω (to sport in or on)
- ἰχθυάω (스포츠를 하다, 야단법석 대다)
- ἀθύρω (부르다, 놀다, 노래하다)
- συναθύρω (to play with)
- παίζω (to play with)
- παίζω (놀다, 뜯다)
- παίζω (놀다, 뜯다, 치다)
- φορμίζω (놀다, 뜯다)
- ἀθύρω (놀다, 뜯다)
-
희롱하다
-
노래하다