προσφεύγω
비축약 동사;
로마알파벳 전사:
고전 발음: []
신약 발음: []
기본형:
προσφεύγω
προσφεύξομαι
형태분석:
προς
(접두사)
+
φεύγ
(어간)
+
ω
(인칭어미)
활용 정보
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- ἃ δ’ ὥσπερ ἱκετεύοντα προσφεύγει ταῖσ οἰκίαισ ἀπεῖπεν ἀνελεῖν. (Flavius Josephus, Contra Apionem, 177:1)
(플라비우스 요세푸스, Contra Apionem, 177:1)
- ὁ δὲ τἆλλα μὲν ἀμβλὺσ ἦν ἤδη καὶ κατέψυκτο τὸ πρακτικόν, ἡδονῇ σχολῆσ καὶ ταῖσ περί τὸν πλοῦτον διατριβαῖσ ἑαυτὸν ἐνδεδωκώσ, ἐπὶ δὲ Πομπήϊον εὐθὺσ ἀΐξασ καὶ λαβόμενοσ ἐντόνωσ αὐτοῦ περί τε τῶν διατάξεων ἃσ ἔλυσεν ἐκράτει, καὶ πλέον εἶχεν ἐν τῇ βουλῇ συναγωνιζομένου Κάτωνοσ, ἐκπίπτων δὲ καὶ περιωθούμενοσ ὁ Πομπήϊοσ ἠναγκάζετο δημαρχοῦσι προσφεύγειν καὶ προσαρτᾶσθαι μειρακίοισ· (Plutarch, Pompey, chapter 46 3:2)
(플루타르코스, Pompey, chapter 46 3:2)
- ἐδόκει δὲ πᾶσ τρόποσ ἀπωλείασ τοῦ λιμοῦ κουφότεροσ, ὥστε καὶ Ῥωμαίοισ ἀπηλπικότεσ ἤδη τὸν ἔλεον ὅμωσ προσέφευγον καὶ φονεύουσι τοῖσ στασιασταῖσ ἑκόντεσ ἐνέπιπτον. (Flavius Josephus, De bello Judaico libri vii, 416:1)
(플라비우스 요세푸스, De bello Judaico libri vii, 416:1)
유의어
-
to flee for refuge to
파생어
- ἀναφεύγω (탈출하다, 도망치다)
- ἀποπροφεύγω (to flee away from)
- ἀποφεύγω (탈출하다, 도망치다, 달아나다)
- διαφεύγω (탈출하다, 도망치다, 달아나다)
- ἐκπροφεύγω (to flee away from)
- ἐκφεύγω (탈출하다, 도망치다, 달아나다)
- ἐμφεύγω (to fly in or into)
- καταφεύγω (탈출하다, 도망치다, )
- παραφεύγω (to flee close past or beyond)
- περιφεύγω (~에서 달아나다, 탈출하다, 도망치다)
- προκαταφεύγω (to escape to a place of safety before)
- προφεύγω (날아가 버리다, 도망가 버리다, 피하다)
- συμφεύγω (to flee along with, to be banished along with or together, shared in)
- ὑπεκφεύγω (to flee away or escape secretly, to escape from)
- ὑποφεύγω (피하다, 신중하다, 회피하다)
- φεύγω (도망가다, 달아나다, 탈출하다)