헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

προσφεύγω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: προσφεύγω προσφεύξομαι

형태분석: προς (접두사) + φεύγ (어간) + ω (인칭어미)

  1. to flee for refuge to

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσφεύγω

προσφεύγεις

προσφεύγει

쌍수 προσφεύγετον

προσφεύγετον

복수 προσφεύγομεν

προσφεύγετε

προσφεύγουσιν*

접속법단수 προσφεύγω

προσφεύγῃς

προσφεύγῃ

쌍수 προσφεύγητον

προσφεύγητον

복수 προσφεύγωμεν

προσφεύγητε

προσφεύγωσιν*

기원법단수 προσφεύγοιμι

προσφεύγοις

προσφεύγοι

쌍수 προσφεύγοιτον

προσφευγοίτην

복수 προσφεύγοιμεν

προσφεύγοιτε

προσφεύγοιεν

명령법단수 προσφεύγε

προσφευγέτω

쌍수 προσφεύγετον

προσφευγέτων

복수 προσφεύγετε

προσφευγόντων, προσφευγέτωσαν

부정사 προσφεύγειν

분사 남성여성중성
προσφευγων

προσφευγοντος

προσφευγουσα

προσφευγουσης

προσφευγον

προσφευγοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσφεύγομαι

προσφεύγει, προσφεύγῃ

προσφεύγεται

쌍수 προσφεύγεσθον

προσφεύγεσθον

복수 προσφευγόμεθα

προσφεύγεσθε

προσφεύγονται

접속법단수 προσφεύγωμαι

προσφεύγῃ

προσφεύγηται

쌍수 προσφεύγησθον

προσφεύγησθον

복수 προσφευγώμεθα

προσφεύγησθε

προσφεύγωνται

기원법단수 προσφευγοίμην

προσφεύγοιο

προσφεύγοιτο

쌍수 προσφεύγοισθον

προσφευγοίσθην

복수 προσφευγοίμεθα

προσφεύγοισθε

προσφεύγοιντο

명령법단수 προσφεύγου

προσφευγέσθω

쌍수 προσφεύγεσθον

προσφευγέσθων

복수 προσφεύγεσθε

προσφευγέσθων, προσφευγέσθωσαν

부정사 προσφεύγεσθαι

분사 남성여성중성
προσφευγομενος

προσφευγομενου

προσφευγομενη

προσφευγομενης

προσφευγομενον

προσφευγομενου

미래 시제

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ὁ δὲ τἆλλα μὲν ἀμβλὺσ ἦν ἤδη καὶ κατέψυκτο τὸ πρακτικόν, ἡδονῇ σχολῆσ καὶ ταῖσ περί τὸν πλοῦτον διατριβαῖσ ἑαυτὸν ἐνδεδωκώσ, ἐπὶ δὲ Πομπήϊον εὐθὺσ ἀΐξασ καὶ λαβόμενοσ ἐντόνωσ αὐτοῦ περί τε τῶν διατάξεων ἃσ ἔλυσεν ἐκράτει, καὶ πλέον εἶχεν ἐν τῇ βουλῇ συναγωνιζομένου Κάτωνοσ, ἐκπίπτων δὲ καὶ περιωθούμενοσ ὁ Πομπήϊοσ ἠναγκάζετο δημαρχοῦσι προσφεύγειν καὶ προσαρτᾶσθαι μειρακίοισ· (Plutarch, Pompey, chapter 46 3:2)

    (플루타르코스, Pompey, chapter 46 3:2)

유의어

  1. to flee for refuge to

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION