Ancient Greek-English Dictionary Language

προσαρμόζω

Non-contract Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: προσαρμόζω προσαρμόσω

Structure: προς (Prefix) + ἁρμόζ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to fit to, attach closely to
  2. to adapt
  3. to fit, on to, to add fitting
  4. to attach oneself: to suit or agree with

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular προσαρμόζω προσαρμόζεις προσαρμόζει
Dual προσαρμόζετον προσαρμόζετον
Plural προσαρμόζομεν προσαρμόζετε προσαρμόζουσιν*
SubjunctiveSingular προσαρμόζω προσαρμόζῃς προσαρμόζῃ
Dual προσαρμόζητον προσαρμόζητον
Plural προσαρμόζωμεν προσαρμόζητε προσαρμόζωσιν*
OptativeSingular προσαρμόζοιμι προσαρμόζοις προσαρμόζοι
Dual προσαρμόζοιτον προσαρμοζοίτην
Plural προσαρμόζοιμεν προσαρμόζοιτε προσαρμόζοιεν
ImperativeSingular προσάρμοζε προσαρμοζέτω
Dual προσαρμόζετον προσαρμοζέτων
Plural προσαρμόζετε προσαρμοζόντων, προσαρμοζέτωσαν
Infinitive προσαρμόζειν
Participle MasculineFeminineNeuter
προσαρμοζων προσαρμοζοντος προσαρμοζουσα προσαρμοζουσης προσαρμοζον προσαρμοζοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular προσαρμόζομαι προσαρμόζει, προσαρμόζῃ προσαρμόζεται
Dual προσαρμόζεσθον προσαρμόζεσθον
Plural προσαρμοζόμεθα προσαρμόζεσθε προσαρμόζονται
SubjunctiveSingular προσαρμόζωμαι προσαρμόζῃ προσαρμόζηται
Dual προσαρμόζησθον προσαρμόζησθον
Plural προσαρμοζώμεθα προσαρμόζησθε προσαρμόζωνται
OptativeSingular προσαρμοζοίμην προσαρμόζοιο προσαρμόζοιτο
Dual προσαρμόζοισθον προσαρμοζοίσθην
Plural προσαρμοζοίμεθα προσαρμόζοισθε προσαρμόζοιντο
ImperativeSingular προσαρμόζου προσαρμοζέσθω
Dual προσαρμόζεσθον προσαρμοζέσθων
Plural προσαρμόζεσθε προσαρμοζέσθων, προσαρμοζέσθωσαν
Infinitive προσαρμόζεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
προσαρμοζομενος προσαρμοζομενου προσαρμοζομενη προσαρμοζομενης προσαρμοζομενον προσαρμοζομενου

Future tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular προσαρμόσω προσαρμόσεις προσαρμόσει
Dual προσαρμόσετον προσαρμόσετον
Plural προσαρμόσομεν προσαρμόσετε προσαρμόσουσιν*
OptativeSingular προσαρμόσοιμι προσαρμόσοις προσαρμόσοι
Dual προσαρμόσοιτον προσαρμοσοίτην
Plural προσαρμόσοιμεν προσαρμόσοιτε προσαρμόσοιεν
Infinitive προσαρμόσειν
Participle MasculineFeminineNeuter
προσαρμοσων προσαρμοσοντος προσαρμοσουσα προσαρμοσουσης προσαρμοσον προσαρμοσοντος
Middle
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular προσαρμόσομαι προσαρμόσει, προσαρμόσῃ προσαρμόσεται
Dual προσαρμόσεσθον προσαρμόσεσθον
Plural προσαρμοσόμεθα προσαρμόσεσθε προσαρμόσονται
OptativeSingular προσαρμοσοίμην προσαρμόσοιο προσαρμόσοιτο
Dual προσαρμόσοισθον προσαρμοσοίσθην
Plural προσαρμοσοίμεθα προσαρμόσοισθε προσαρμόσοιντο
Infinitive προσαρμόσεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
προσαρμοσομενος προσαρμοσομενου προσαρμοσομενη προσαρμοσομενης προσαρμοσομενον προσαρμοσομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • εἰ δὲ μή, οὐδενὸσ ἦν ἄξιον τὸ ἐπίστασθαί τι, εἰ ταῖσ ἑκάστων βουλήσεσι προσηρμόζετο. (Epictetus, Works, book 1, 14:2)
  • Τῇ ἀποτομῇ μία [μόνον] προσαρμόζει εὐθεῖα ῥητὴ δυνάμει μόνον σύμμετροσ οὖσα τῇ ὅλῃ. (Euclid, Elements, book 10, type Prop 2772)
  • λέγω, ὅτι τῇ ΑΒ ἑτέρα οὐ προσαρμόζει ῥητὴ δυνάμει μόνον σύμμετροσ οὖσα τῇ ὅλῃ. (Euclid, Elements, book 10, type Prop 2775)
  • Εἰ γὰρ δυνατόν, προσαρμοζέτω ἡ ΒΔ· (Euclid, Elements, book 10, type Prop 2776)
  • τῇ ἄρα ΑΒ ἑτέρα οὐ προσαρμόζει ῥητὴ δυνάμει μόνον σύμμετροσ οὖσα τῇ ὅλῃ. (Euclid, Elements, book 10, type Prop 2786)

Synonyms

  1. to fit to

  2. to adapt

  3. to fit

  4. to attach oneself

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION