ἐφαρμόζω?
Non-contract Verb;
자동번역
Transliteration: epharmozō
Principal Part:
ἐφαρμόζω
ἐφαρμόσω
Structure:
ἐπ
(Prefix)
+
ἁρμόζ
(Stem)
+
ω
(Ending)
Sense
- to fit on or to, to fit
- to be adapted to
- to fit, to, fit on, put on, to put on oneself
- to suit, accommodate, to add fitting
Conjugation
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- μηδὲν αἰνιγματῶδες,^ ὦ Μῶμε, ἀλλὰ σαφῶς καὶ διαρρήδην λέγε, προστιθεὶς καὶ τοὔνομα, νῦν γὰρ ἐς τὸ μέσον ἀπέρριπταί σοι ὁ λόγος, ὡς πολλοὺς εἰκάζειν καὶ ἐφαρμόζειν ἄλλοτε ἄλλον τοῖς λεγομένοις. (Lucian, Deorum concilium, (no name) 3:2)
- καὶ ὅτι σκυλακευομένη μάστιγι ἐκολάζετο, εἴ τις ἐς τοῦτο ἔτι μάστιγα ὀνομάσειεν, πρόσεισιν τῷ ὀνομάσαντι, καὶ ὑποπτήξασα λιπαρεῖ, καὶ τὸ στόμα ἐφαρμόζει τῷ στόματι ὡς φιλοῦσα, καὶ ἐπιπηδήσασα ἐκκρέμαται τοῦ αὐχένος, καὶ οὐ πρόσθεν ἀνίησιν, πρὶν τῆς ἀπειλῆς ἀποπαῦσαι τὸν θυμούμενον. (Arrian, Cynegeticus, chapter 5 5:1)
- ἐγνώριζον γοῦν ἀκούουσα ἕκαστον τῶν ποιούντων αὐτὰ καὶ ἐφήρμοζον μεταξὺ τοῖς λεγομένοις, τοῦτο μὲν εἰς τόνδε, τοῦτο δὲ ὁ δεῖνα ποιεῖ καὶ ὅλως ἔδειξε τοὺς ἄνδρας ἐναργῶς καθάπερ ἐπί τινος γραφῆς τὰ πάντα προσεοικότας, οὐ τὰ σώματα μόνον ἀλλὰ καὶ τὰς ψυχὰς αὐτὰς εἰς τὸ ἀκριβέστατον ἀπεικάσας. (Lucian, Piscator, (no name) 38:6)
- ᾧ πᾶσαι μὲν ἐφαρμόζουσιν ἀοιδαί, πάντες δ ὀρχησμοί, πᾶσαι δ ἐραταὶ φιλότητες. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 2, book 2, chapter 4 4:1)
- σκάφας δύο πεποιημένας ἐφαρμόζειν ἀλλήλαις λαβόντες, εἰς τὴν ἑτέραν κατακλίνουσι τὸν κολαζόμενον ὕπτιον: (Plutarch, Artaxerxes, chapter 16 2:2)
- - Οὐκ ἐφαρμόζω τοῖς ἐπὶ μέρους· (Epictetus, Works, book 2, 7:4)
- - Οὐ καλῶς οὖν ἐφαρμόζω· (Epictetus, Works, book 2, 7:6)
Synonyms
-
to fit on or to
-
to be adapted to
-
to fit
-
to suit
Derived
- ἁρμόζω (I fit together, join, I betroth)
- διαρμόζω (to distribute in various places, dispose)
- ἐναρμόζω (to fit or fix in, to fit, adapt)
- καθαρμόζω (to join or fit to)
- μεθαρμόζω (to dispose differently, to correct, to dispose for oneself)
- περιαρμόζω (to fit on all round)
- προσαρμόζω (to fit to, attach closely to, to adapt)
- συναρμόζω (to fit together, to close, to put together)