헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἐφαρμόζω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἐφαρμόζω ἐφαρμόσω

형태분석: ἐπ (접두사) + ἁρμόζ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 맞추다, 적당하다, 잘 어울리다
  2. 입다, 있다, 맞추다, 끼다, 꿰다, 돌보다
  3. 맞다, 어울리다, 빌려 주다, 제공하다
  1. to fit on or to, to fit
  2. to be adapted to
  3. to fit, to, fit on, put on, to put on oneself
  4. to suit, accommodate, to add fitting

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐφαρμόζω

(나는) 맞춘다

ἐφαρμόζεις

(너는) 맞춘다

ἐφαρμόζει

(그는) 맞춘다

쌍수 ἐφαρμόζετον

(너희 둘은) 맞춘다

ἐφαρμόζετον

(그 둘은) 맞춘다

복수 ἐφαρμόζομεν

(우리는) 맞춘다

ἐφαρμόζετε

(너희는) 맞춘다

ἐφαρμόζουσιν*

(그들은) 맞춘다

접속법단수 ἐφαρμόζω

(나는) 맞추자

ἐφαρμόζῃς

(너는) 맞추자

ἐφαρμόζῃ

(그는) 맞추자

쌍수 ἐφαρμόζητον

(너희 둘은) 맞추자

ἐφαρμόζητον

(그 둘은) 맞추자

복수 ἐφαρμόζωμεν

(우리는) 맞추자

ἐφαρμόζητε

(너희는) 맞추자

ἐφαρμόζωσιν*

(그들은) 맞추자

기원법단수 ἐφαρμόζοιμι

(나는) 맞추기를 (바라다)

ἐφαρμόζοις

(너는) 맞추기를 (바라다)

ἐφαρμόζοι

(그는) 맞추기를 (바라다)

쌍수 ἐφαρμόζοιτον

(너희 둘은) 맞추기를 (바라다)

ἐφαρμοζοίτην

(그 둘은) 맞추기를 (바라다)

복수 ἐφαρμόζοιμεν

(우리는) 맞추기를 (바라다)

ἐφαρμόζοιτε

(너희는) 맞추기를 (바라다)

ἐφαρμόζοιεν

(그들은) 맞추기를 (바라다)

명령법단수 ἐφάρμοζε

(너는) 맞추어라

ἐφαρμοζέτω

(그는) 맞추어라

쌍수 ἐφαρμόζετον

(너희 둘은) 맞추어라

ἐφαρμοζέτων

(그 둘은) 맞추어라

복수 ἐφαρμόζετε

(너희는) 맞추어라

ἐφαρμοζόντων, ἐφαρμοζέτωσαν

(그들은) 맞추어라

부정사 ἐφαρμόζειν

맞추는 것

분사 남성여성중성
ἐφαρμοζων

ἐφαρμοζοντος

ἐφαρμοζουσα

ἐφαρμοζουσης

ἐφαρμοζον

ἐφαρμοζοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐφαρμόζομαι

(나는) 맞춰진다

ἐφαρμόζει, ἐφαρμόζῃ

(너는) 맞춰진다

ἐφαρμόζεται

(그는) 맞춰진다

쌍수 ἐφαρμόζεσθον

(너희 둘은) 맞춰진다

ἐφαρμόζεσθον

(그 둘은) 맞춰진다

복수 ἐφαρμοζόμεθα

(우리는) 맞춰진다

ἐφαρμόζεσθε

(너희는) 맞춰진다

ἐφαρμόζονται

(그들은) 맞춰진다

접속법단수 ἐφαρμόζωμαι

(나는) 맞춰지자

ἐφαρμόζῃ

(너는) 맞춰지자

ἐφαρμόζηται

(그는) 맞춰지자

쌍수 ἐφαρμόζησθον

(너희 둘은) 맞춰지자

ἐφαρμόζησθον

(그 둘은) 맞춰지자

복수 ἐφαρμοζώμεθα

(우리는) 맞춰지자

ἐφαρμόζησθε

(너희는) 맞춰지자

ἐφαρμόζωνται

(그들은) 맞춰지자

기원법단수 ἐφαρμοζοίμην

(나는) 맞춰지기를 (바라다)

ἐφαρμόζοιο

(너는) 맞춰지기를 (바라다)

ἐφαρμόζοιτο

(그는) 맞춰지기를 (바라다)

쌍수 ἐφαρμόζοισθον

(너희 둘은) 맞춰지기를 (바라다)

ἐφαρμοζοίσθην

(그 둘은) 맞춰지기를 (바라다)

복수 ἐφαρμοζοίμεθα

(우리는) 맞춰지기를 (바라다)

ἐφαρμόζοισθε

(너희는) 맞춰지기를 (바라다)

ἐφαρμόζοιντο

(그들은) 맞춰지기를 (바라다)

명령법단수 ἐφαρμόζου

(너는) 맞춰져라

ἐφαρμοζέσθω

(그는) 맞춰져라

쌍수 ἐφαρμόζεσθον

(너희 둘은) 맞춰져라

ἐφαρμοζέσθων

(그 둘은) 맞춰져라

복수 ἐφαρμόζεσθε

(너희는) 맞춰져라

ἐφαρμοζέσθων, ἐφαρμοζέσθωσαν

(그들은) 맞춰져라

부정사 ἐφαρμόζεσθαι

맞춰지는 것

분사 남성여성중성
ἐφαρμοζομενος

ἐφαρμοζομενου

ἐφαρμοζομενη

ἐφαρμοζομενης

ἐφαρμοζομενον

ἐφαρμοζομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐφῆρμοζον

(나는) 맞추고 있었다

ἐφῆρμοζες

(너는) 맞추고 있었다

ἐφῆρμοζεν*

(그는) 맞추고 있었다

쌍수 ἐφήρμοζετον

(너희 둘은) 맞추고 있었다

ἐφηρμο͂ζετην

(그 둘은) 맞추고 있었다

복수 ἐφήρμοζομεν

(우리는) 맞추고 있었다

ἐφήρμοζετε

(너희는) 맞추고 있었다

ἐφῆρμοζον

(그들은) 맞추고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐφηρμο͂ζομην

(나는) 맞춰지고 있었다

ἐφήρμοζου

(너는) 맞춰지고 있었다

ἐφήρμοζετο

(그는) 맞춰지고 있었다

쌍수 ἐφήρμοζεσθον

(너희 둘은) 맞춰지고 있었다

ἐφηρμο͂ζεσθην

(그 둘은) 맞춰지고 있었다

복수 ἐφηρμο͂ζομεθα

(우리는) 맞춰지고 있었다

ἐφήρμοζεσθε

(너희는) 맞춰지고 있었다

ἐφήρμοζοντο

(그들은) 맞춰지고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • μηδὲν αἰνιγματῶδεσ,^ ὦ Μῶμε, ἀλλὰ σαφῶσ καὶ διαρρήδην λέγε, προστιθεὶσ καὶ τοὔνομα, νῦν γὰρ ἐσ τὸ μέσον ἀπέρριπταί σοι ὁ λόγοσ, ὡσ πολλοὺσ εἰκάζειν καὶ ἐφαρμόζειν ἄλλοτε ἄλλον τοῖσ λεγομένοισ. (Lucian, Deorum concilium, (no name) 3:2)

    (루키아노스, Deorum concilium, (no name) 3:2)

  • καὶ ὅτι σκυλακευομένη μάστιγι ἐκολάζετο, εἴ τισ ἐσ τοῦτο ἔτι μάστιγα ὀνομάσειεν, πρόσεισιν τῷ ὀνομάσαντι, καὶ ὑποπτήξασα λιπαρεῖ, καὶ τὸ στόμα ἐφαρμόζει τῷ στόματι ὡσ φιλοῦσα, καὶ ἐπιπηδήσασα ἐκκρέμαται τοῦ αὐχένοσ, καὶ οὐ πρόσθεν ἀνίησιν, πρὶν τῆσ ἀπειλῆσ ἀποπαῦσαι τὸν θυμούμενον. (Arrian, Cynegeticus, chapter 5 5:1)

    (아리아노스, Cynegeticus, chapter 5 5:1)

  • ἐγνώριζον γοῦν ἀκούουσα ἕκαστον τῶν ποιούντων αὐτὰ καὶ ἐφήρμοζον μεταξὺ τοῖσ λεγομένοισ, τοῦτο μὲν εἰσ τόνδε, τοῦτο δὲ ὁ δεῖνα ποιεῖ καὶ ὅλωσ ἔδειξε τοὺσ ἄνδρασ ἐναργῶσ καθάπερ ἐπί τινοσ γραφῆσ τὰ πάντα προσεοικότασ, οὐ τὰ σώματα μόνον ἀλλὰ καὶ τὰσ ψυχὰσ αὐτὰσ εἰσ τὸ ἀκριβέστατον ἀπεικάσασ. (Lucian, Piscator, (no name) 38:6)

    (루키아노스, Piscator, (no name) 38:6)

  • ᾧ πᾶσαι μὲν ἐφαρμόζουσιν ἀοιδαί, πάντεσ δ’ ὀρχησμοί, πᾶσαι δ’ ἐραταὶ φιλότητεσ. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 2, book 2, chapter 4 4:1)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 2, book 2, chapter 4 4:1)

  • σκάφασ δύο πεποιημένασ ἐφαρμόζειν ἀλλήλαισ λαβόντεσ, εἰσ τὴν ἑτέραν κατακλίνουσι τὸν κολαζόμενον ὕπτιον· (Plutarch, Artaxerxes, chapter 16 2:2)

    (플루타르코스, Artaxerxes, chapter 16 2:2)

  • ‐ Οὐκ ἐφαρμόζω τοῖσ ἐπὶ μέρουσ; (Epictetus, Works, book 2, 7:4)

    (에픽테토스, Works, book 2, 7:4)

  • ‐ Οὐ καλῶσ οὖν ἐφαρμόζω; (Epictetus, Works, book 2, 7:6)

    (에픽테토스, Works, book 2, 7:6)

유의어

  1. 맞추다

  2. to be adapted to

  3. 입다

  4. 맞다

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION