- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἐναρμόζω?

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: enarmozō 고전 발음: [에나도:] 신약 발음: [애나모조]

기본형: ἐναρμόζω ἐναρμόσω

형태분석: ἐν (접두사) + ἁρμόζ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 만들다, 가지다, 맞추다, 먹다, 하다, 소유하다, 제작하다
  2. 기쁘게 하다, 맞다, 기쁘다, 맞추다, 어울리다
  1. to fit or fix in
  2. to fit, adapt, to make, popular, to have, tuned
  3. to fit, suit, be convenient, to please

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐναρμόζω

ἐναρμόζεις

ἐναρμόζει

쌍수 ἐναρμόζετον

ἐναρμόζετον

복수 ἐναρμόζομεν

ἐναρμόζετε

ἐναρμόζουσι(ν)

접속법단수 ἐναρμόζω

ἐναρμόζῃς

ἐναρμόζῃ

쌍수 ἐναρμόζητον

ἐναρμόζητον

복수 ἐναρμόζωμεν

ἐναρμόζητε

ἐναρμόζωσι(ν)

기원법단수 ἐναρμόζοιμι

ἐναρμόζοις

ἐναρμόζοι

쌍수 ἐναρμόζοιτον

ἐναρμοζοίτην

복수 ἐναρμόζοιμεν

ἐναρμόζοιτε

ἐναρμόζοιεν

명령법단수 ἐνάρμοζε

ἐναρμοζέτω

쌍수 ἐναρμόζετον

ἐναρμοζέτων

복수 ἐναρμόζετε

ἐναρμοζόντων, ἐναρμοζέτωσαν

부정사 ἐναρμόζειν

분사 남성여성중성
ἐναρμοζων

ἐναρμοζοντος

ἐναρμοζουσα

ἐναρμοζουσης

ἐναρμοζον

ἐναρμοζοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐναρμόζομαι

ἐναρμόζει, ἐναρμόζῃ

ἐναρμόζεται

쌍수 ἐναρμόζεσθον

ἐναρμόζεσθον

복수 ἐναρμοζόμεθα

ἐναρμόζεσθε

ἐναρμόζονται

접속법단수 ἐναρμόζωμαι

ἐναρμόζῃ

ἐναρμόζηται

쌍수 ἐναρμόζησθον

ἐναρμόζησθον

복수 ἐναρμοζώμεθα

ἐναρμόζησθε

ἐναρμόζωνται

기원법단수 ἐναρμοζοίμην

ἐναρμόζοιο

ἐναρμόζοιτο

쌍수 ἐναρμόζοισθον

ἐναρμοζοίσθην

복수 ἐναρμοζοίμεθα

ἐναρμόζοισθε

ἐναρμόζοιντο

명령법단수 ἐναρμόζου

ἐναρμοζέσθω

쌍수 ἐναρμόζεσθον

ἐναρμοζέσθων

복수 ἐναρμόζεσθε

ἐναρμοζέσθων, ἐναρμοζέσθωσαν

부정사 ἐναρμόζεσθαι

분사 남성여성중성
ἐναρμοζομενος

ἐναρμοζομενου

ἐναρμοζομενη

ἐναρμοζομενης

ἐναρμοζομενον

ἐναρμοζομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • τοῦτο μὲν οὖν εἰς τὴν μετάθεσιν οὐκ ἐναρμόζει, τὸ δ ἀληθὲς ὄνομα δηλοῖ τὸν ἐκ τοῦ ὕδατος σωθέντα [Μωσῆν]: (Flavius Josephus, Contra Apionem, 317:3)

    (플라비우스 요세푸스, Contra Apionem, 317:3)

  • Οὕτω δ ἐχούσης τῆς ἐκ μέσου τομῆς αὐτῇ προσαρμοζομένης πρὸς τὰ ἔσχατα γινώσκειν τε τὰ ὄντα καὶ ἐναρμόζειν διὰ τὸ ἔχειν ἐν αὑτῇ τὰ στοιχεῖα κατὰ ἁρμονίαν. (Diogenes Laertius, Lives of Eminent Philosophers, G, PLATWN 68:1)

    (디오게네스 라에르티오스, Lives of Eminent Philosophers, G, PLATWN 68:1)

  • ἐν ἐκείνοις δὲ προγραφὰς ἐποιησάμεθα διὰ τὸ μὴ λίαν ἐναρμόζειν ἐν αὐτοῖς τὸ τῶν προεκθέσεων γένος. (Polybius, Histories, book 11, i. ex prooemio 5:1)

    (폴리비오스, Histories, book 11, i. ex prooemio 5:1)

  • ἐξ ἑκατέρου δὲ τοῦ μέρους τῆς πρώρρας ἀγκύλαι δύο παρέκειντο παρὰ τὴν ἐντὸς ἐπιφάνειαν τῶν τοίχων, εἰς ἃς ἐνηρμόζοντο κοντοὶ προτείνοντες τοῖς κέρασιν εἰς θάλατταν. (Polybius, Histories, book 21, chapter 7 2:2)

    (폴리비오스, Histories, book 21, chapter 7 2:2)

유의어

  1. to fit or fix in

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION