Ancient Greek-English Dictionary Language

ἅπτω

Non-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: ἅπτω ἅψω ἧψα ἧμμαι

Structure: ά̔πτ (Stem) + ω (Ending)

Etym.: v. e(a/fqh for ionic perf. pass.

Sense

  1. I kindle, set on fire, fasten fire to
  2. I fasten to, bind fast
  3. I join to
  4. (middle) I fasten myself to, cling to, hang on by, lay hold of, grasp, touch
  5. (middle) I reach the mark
  6. (middle) I engage in, take part in
  7. (middle) I set upon, attack, assail
  8. (middle voice) I touch, affect
  9. (middle voice) I grasp with the senses, apprehend, perceive
  10. (middle voice) I come up to, reach, gain

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ά̔πτω ά̔πτεις ά̔πτει
Dual ά̔πτετον ά̔πτετον
Plural ά̔πτομεν ά̔πτετε ά̔πτουσιν*
SubjunctiveSingular ά̔πτω ά̔πτῃς ά̔πτῃ
Dual ά̔πτητον ά̔πτητον
Plural ά̔πτωμεν ά̔πτητε ά̔πτωσιν*
OptativeSingular ά̔πτοιμι ά̔πτοις ά̔πτοι
Dual ά̔πτοιτον ἁπτοίτην
Plural ά̔πτοιμεν ά̔πτοιτε ά̔πτοιεν
ImperativeSingular ά̔πτε ἁπτέτω
Dual ά̔πτετον ἁπτέτων
Plural ά̔πτετε ἁπτόντων, ἁπτέτωσαν
Infinitive ά̔πτειν
Participle MasculineFeminineNeuter
ἁπτων ἁπτοντος ἁπτουσα ἁπτουσης ἁπτον ἁπτοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ά̔πτομαι ά̔πτει, ά̔πτῃ ά̔πτεται
Dual ά̔πτεσθον ά̔πτεσθον
Plural ἁπτόμεθα ά̔πτεσθε ά̔πτονται
SubjunctiveSingular ά̔πτωμαι ά̔πτῃ ά̔πτηται
Dual ά̔πτησθον ά̔πτησθον
Plural ἁπτώμεθα ά̔πτησθε ά̔πτωνται
OptativeSingular ἁπτοίμην ά̔πτοιο ά̔πτοιτο
Dual ά̔πτοισθον ἁπτοίσθην
Plural ἁπτοίμεθα ά̔πτοισθε ά̔πτοιντο
ImperativeSingular ά̔πτου ἁπτέσθω
Dual ά̔πτεσθον ἁπτέσθων
Plural ά̔πτεσθε ἁπτέσθων, ἁπτέσθωσαν
Infinitive ά̔πτεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
ἁπτομενος ἁπτομενου ἁπτομενη ἁπτομενης ἁπτομενον ἁπτομενου

Future tense

Imperfect tense

Aorist tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ῆ̔ψα ῆ̔ψας ῆ̔ψεν*
Dual ή̔ψατον ἡψάτην
Plural ή̔ψαμεν ή̔ψατε ῆ̔ψαν
SubjunctiveSingular ά̔ψω ά̔ψῃς ά̔ψῃ
Dual ά̔ψητον ά̔ψητον
Plural ά̔ψωμεν ά̔ψητε ά̔ψωσιν*
OptativeSingular ά̔ψαιμι ά̔ψαις ά̔ψαι
Dual ά̔ψαιτον ἁψαίτην
Plural ά̔ψαιμεν ά̔ψαιτε ά̔ψαιεν
ImperativeSingular ά̔ψον ἁψάτω
Dual ά̔ψατον ἁψάτων
Plural ά̔ψατε ἁψάντων
Infinitive ά̔ψαι
Participle MasculineFeminineNeuter
ἁψᾱς ἁψαντος ἁψᾱσα ἁψᾱσης ἁψαν ἁψαντος
Middle
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ἡψάμην ή̔ψω ή̔ψατο
Dual ή̔ψασθον ἡψάσθην
Plural ἡψάμεθα ή̔ψασθε ή̔ψαντο
SubjunctiveSingular ά̔ψωμαι ά̔ψῃ ά̔ψηται
Dual ά̔ψησθον ά̔ψησθον
Plural ἁψώμεθα ά̔ψησθε ά̔ψωνται
OptativeSingular ἁψαίμην ά̔ψαιο ά̔ψαιτο
Dual ά̔ψαισθον ἁψαίσθην
Plural ἁψαίμεθα ά̔ψαισθε ά̔ψαιντο
ImperativeSingular ά̔ψαι ἁψάσθω
Dual ά̔ψασθον ἁψάσθων
Plural ά̔ψασθε ἁψάσθων
Infinitive ά̔ψεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
ἁψαμενος ἁψαμενου ἁψαμενη ἁψαμενης ἁψαμενον ἁψαμενου

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • καὶ τριάκοντα καὶ τρεῖσ ἡμέρασ καθήσεται ἐν αἵματι ἀκαθάρτῳ αὐτῆσ, παντὸσ ἁγίου οὐχ ἅψεται καὶ εἰσ τὸ ἁγιαστήριον οὐκ εἰσελεύσεται, ἕωσ ἂν πληρωθῶσιν αἱ ἡμέραι καθάρσεωσ αὐτῆσ. (Septuagint, Liber Leviticus 12:4)
  • καὶ μὴν ὀλίγουσ ἄν, ὦ Ζεῦ, τοὺσ ἀναιτίουσ εὑρ́οισ ἐν ἡμῖν καί που τάχα προϊὼν ὁ ἄνθρωποσ ἅψεται καὶ τῶν κορυφαίων τινόσ. (Lucian, Juppiter trageodeus, (no name) 44:7)
  • μὰ τὸν δι’ ὑγρῶν κυμάτων τεθραμμένον Νηρέα, φυτουργὸν Θέτιδοσ ἥ μ’ ἐγείνατο, οὐχ ἅψεται σῆσ θυγατρὸσ Ἀγαμέμνων ἄναξ, οὐδ’ εἰσ ἄκραν χεῖρ’, ὥστε προσβαλεῖν πέπλοισ· (Euripides, Iphigenia in Aulis, episode, dialogue 2:2)
  • ἥξει δ’ ὅστισ ἅψεται κόρησ; (Euripides, Iphigenia in Aulis, episode, trochees55)
  • ὃ μὴ κατέθηκέν τισ οὐκ ἀναιρήσεται, τῶν ἀλλοτρίων οὐδενὸσ ἅψεται, τόκον οὐ λήψεται. (Flavius Josephus, Contra Apionem, 170:1)

Synonyms

  1. I kindle

  2. I fasten to

  3. I join to

  4. I reach the mark

  5. I engage in

  6. I set upon

  7. I touch

  8. I grasp with the senses

  9. I come up to

Related

Derived

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION