- Greek-English Dictionary

Ancient Greek-English Dictionary Language

μοναδικός?

First/Second declension Adjective; Transliteration: monadikos

Principal Part: μοναδικός μοναδική μοναδικόν

Structure: μοναδικ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: μονάς

Sense

  1. consisting of units, abstract

Examples

  • εἰσι ψυχῆς αἳ δ εἰς θνητὰ καὶ παθητὰ παρεισίασιν ὄργανα ἄφθαρτοι φθαρτῶν αὐταὶ σωμάτων, ἐν ταύταις τὸ τῆς δυαδικῆς καὶ ἀορίστου μερίδος ἐπιφαίνεται μᾶλλον εἶδος, τὸ δὲ τῆς ἁπλῆς καὶ μοναδικῆς ἀμυδρότερον ὑποδέδυκεν. (Plutarch, De animae procreatione in Timaeo, section 26 1:1)
  • Σωκράτης καὶ Πλάτων τὸ ἕν, τὸ μονοφυὲς καὶ αὐτοφυὲς τὸ μοναδικόν, τὸ ὄντως ἀγαθὸν πάντα δὲ τὰ τοιαῦτα τῶν ὀνομάτων εἰς τὸν νοῦν σπεύδει νοῦς οὖν ὁ θεός, χωριστὸν εἶδος, τουτέστι τὸ ἀμιγὲς πάσης ὕλης καὶ μηδενὶ παθητῷ συμπεπλεγμένον. (Pseudo-Plutarch, Placita Philosophorum, book 1, 22:1)
  • τὸ γὰρ ἀνάλογον οὐ μόνον ἐστὶ μοναδικοῦ ἀριθμοῦ ἴδιον, ἀλλ ὅλως ἀριθμοῦ: (Aristotle, Nicomachean Ethics, Book 5 40:1)
  • τὸν γὰρ ὅλον οὐρανὸν κατασκευάζουσιν ἐξ ἀριθμῶν, πλὴν οὐ μοναδικῶν, ἀλλὰ τὰς μονάδας ὑπολαμβάνουσιν ἔχειν μέγεθος: (Aristotle, Metaphysics, Book 13 97:1)
  • μοναδικοὺς δὲ τοὺς ἀριθμοὺς εἶναι πάντες τιθέασι, πλὴν τῶν Πυθαγορείων, ὅσοι τὸ ἓν στοιχεῖον καὶ ἀρχήν φασιν εἶναι τῶν ὄντων: (Aristotle, Metaphysics, Book 13 100:1)
  • ἀλλὰ μὴν ὅ γ ἀριθμητικὸς ἀριθμὸς μοναδικός ἐστιν. (Aristotle, Metaphysics, Book 13 161:2)
  • καὶ ἀεὶ ὁ ἀριθμὸς ὃς ἂν ᾖ τινῶν ἐστιν, ἢ πύρινος ἢ γήϊνος ἢ μοναδικός, ἀλλ ἡ οὐσία τὸ τοσόνδ εἶναι πρὸς τοσόνδε κατὰ τὴν μῖξιν: (Aristotle, Metaphysics, Book 14 120:5)
  • οὔτε οὖν τῷ ποιῆσαι αἴτιος ὁ ἀριθμός, οὔτε ὅλως ὁ ἀριθμὸς οὔτε ὁ μοναδικός, οὔτε ὕλη οὔτε λόγος καὶ εἶδος τῶν πραγμάτων. (Aristotle, Metaphysics, Book 14 121:2)

Related

명사

형용사

동사

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION