Ancient Greek-English Dictionary Language

πρόσληψις

Noun; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: πρόσληψις

Sense

  1. taking in addition
  2. Hermogenes, On Types of Style 2.6
  3. acquisition
  4. rise in rank by acquisition of catoecic land
  5. enrollment

Examples

  • ἅπαντα γὰρ ταῦτα περιβολῆσ ἐστιν, ἡ πρόσληψισ τοῦ ἀορίστου πολλὰ μὲν οὖν ἔγωγε ἐλαττοῦμαι, τὸ ἐν ἀθροίσματι συλλαβεῖν δύο δέ, ὦ ἄνδρεσ Ἀθηναῖοι, καὶ μεγάλα, τὸ κατ’ εἶδοσ μερίσαι ἓν μὲν τὸ μὴ περὶ τῶν ἴσων εἶναι τὸν ἀγῶνα, ἕτερον δὲ τὸ πάντασ οὕτωσ ἔχειν, τῶν μὲν λοιδορούντων ἡδέωσ ἀκροᾶσθαι, τοῖσ ἐπαινοῦσι δὲ ἑαυτοὺσ ἄχθεσθαι. (Aristides, Aelius, Ars Rhetorica, , 2:5)
  • τοῦ ἀορίστου ἡ πρόσληψισ καὶ ἐπί τι ὡρισμένον μετάστασισ, ἐν πολλοῖσ μὲν καὶ ἄλλοισ, δῆλον δὲ καὶ ἐν οἷσ ἡ παῖσ. (Aristides, Aelius, Ars Rhetorica, , 6:4)
  • λόγου γὰρ πρόσληψισ τοῦτ’ ἂν εἰή κατ’ ἐκεῖνον. (Plato, Cratylus, Theaetetus, Sophist, Statesman, 411:4)
  • πρόσληψισ τὸ "ἡμέρα δέ ἐστιν"· (Diogenes Laertius, Lives of Eminent Philosophers, ISTORIWN Z, Kef. a'. ZHNWN 76:7)
  • " ἡ γὰρ πρόσληψισ γίνεται ἐκ τοῦ ἀντικειμένου τῷ λήγοντι καὶ ἡ ἐπιφορὰ ἐκ τοῦ ἀντικειμένου τῷ ἡγουμένῳ. (Diogenes Laertius, Lives of Eminent Philosophers, ISTORIWN Z, Kef. a'. ZHNWN 80:7)

Synonyms

  1. taking in addition

  2. acquisition

Related

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION