헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

παράγω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: παράγω παράξω παρήγαγον

형태분석: παρ (접두사) + ά̓γ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 전진하다, 행진하다, 나아가다, 걷다
  2. 속이다, 오도하다, 오해하게 하다
  3. 가져오다, 소개하다, ~주변을 돌아다니다, 데리다, 되돌아 이끌다, 이끌어나오다, 이르게 하다
  4. 가져오다
  5. 흐르다, ~보다 낫다, 능가하다
  6. 죽다, 사라지다
  1. to lead by or past
  2. to march, up from the side, to bring them from column into line
  3. to lead aside from the way, mislead
  4. to lead to or into, to be induced
  5. to lead aside, alter the course of
  6. to bring and set beside, to bring forward, introduce, to bring, before, to bring forward
  7. to bring in, to come in stealthily, slip in
  8. to pass by, pass on one's way
  9. to pass away

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παράγω

παράγεις

παράγει

쌍수 παράγετον

παράγετον

복수 παράγομεν

παράγετε

παράγουσιν*

접속법단수 παράγω

παράγῃς

παράγῃ

쌍수 παράγητον

παράγητον

복수 παράγωμεν

παράγητε

παράγωσιν*

기원법단수 παράγοιμι

παράγοις

παράγοι

쌍수 παράγοιτον

παραγοίτην

복수 παράγοιμεν

παράγοιτε

παράγοιεν

명령법단수 παράγε

παραγέτω

쌍수 παράγετον

παραγέτων

복수 παράγετε

παραγόντων, παραγέτωσαν

부정사 παράγειν

분사 남성여성중성
παραγων

παραγοντος

παραγουσα

παραγουσης

παραγον

παραγοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παράγομαι

παράγει, παράγῃ

παράγεται

쌍수 παράγεσθον

παράγεσθον

복수 παραγόμεθα

παράγεσθε

παράγονται

접속법단수 παράγωμαι

παράγῃ

παράγηται

쌍수 παράγησθον

παράγησθον

복수 παραγώμεθα

παράγησθε

παράγωνται

기원법단수 παραγοίμην

παράγοιο

παράγοιτο

쌍수 παράγοισθον

παραγοίσθην

복수 παραγοίμεθα

παράγοισθε

παράγοιντο

명령법단수 παράγου

παραγέσθω

쌍수 παράγεσθον

παραγέσθων

복수 παράγεσθε

παραγέσθων, παραγέσθωσαν

부정사 παράγεσθαι

분사 남성여성중성
παραγομενος

παραγομενου

παραγομενη

παραγομενης

παραγομενον

παραγομενου

미래 시제

미완료(Imperfect) 시제

단순 과거(Aorist) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • Δίφιλοσ δ’ ἐν Ἀπολειπούσῃ μάγειρόν τινα παράγων ποιεῖ τάδε λέγοντα· (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 4, book 4, chapter 91)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 4, book 4, chapter 91)

  • "Ἄλεξισ δὲ ἐν Ἱππίσκῳ νεανίσκον παράγων ἐρῶντα καὶ ἐπιδεικνύμενον τὸν πλοῦτον τῇ ἐρωμένῃ ταῦτα ποιεῖ λέγοντα· (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 6, book 6, chapter 1445)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 6, book 6, chapter 1445)

  • καὶ Σοφοκλῆσ δὲ τούτῳ παραπλήσιον ἐποίησεν ἐν Ἀμφιαράῳ σατυρικῷ τὰ γράμματα παράγων ὀρχούμενον. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 10, book 10, chapter 80 5:2)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 10, book 10, chapter 80 5:2)

  • Εὔβουλοσ δ’ ἐν Καμπυλίωνι κοσμίαν ἑταίραν παράγων φησὶν ὡσ δ’ ἐδείπνει κοσμίωσ, οὐχ ὥσπερ ἄλλαι τῶν πράσων ποιούμεναι τολύπασ ἔσαττον τὰσ γνάθουσ καὶ τῶν κρεῶν ἀπέβρυκον αἰσχρῶσ, ἀλλ’ ἑκάστου μικρὸν ἂν ἀπεγεύεθ’ ὥσπερ παρθένοσ Μιλησία. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 13, book 13, chapter 29 1:1)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 13, book 13, chapter 29 1:1)

  • Ἀρχέδικοσ δ’ ἐν Διαμαρτάνοντι παράγων οἰκέτην τινὰ περὶ ἑταιρίδων διαλεγόμενόν φησι· (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 11, book 11, chapter 32 2:5)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 11, book 11, chapter 32 2:5)

유의어

  1. to lead by or past

  2. 속이다

  3. to lead to or into

  4. to lead aside

  5. 가져오다

  6. 흐르다

  7. 죽다

관련어

파생어

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION