헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

προεισάγω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: προεισάγω προεισάξω

형태분석: προεισάγ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 가져오다
  1. to bring in or introduce before, to bring in beforehand for oneself, to bring in
  2. to go on the stage before oneself

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προεισάγω

(나는) 가져온다

προεισάγεις

(너는) 가져온다

προεισάγει

(그는) 가져온다

쌍수 προεισάγετον

(너희 둘은) 가져온다

προεισάγετον

(그 둘은) 가져온다

복수 προεισάγομεν

(우리는) 가져온다

προεισάγετε

(너희는) 가져온다

προεισάγουσιν*

(그들은) 가져온다

접속법단수 προεισάγω

(나는) 가져오자

προεισάγῃς

(너는) 가져오자

προεισάγῃ

(그는) 가져오자

쌍수 προεισάγητον

(너희 둘은) 가져오자

προεισάγητον

(그 둘은) 가져오자

복수 προεισάγωμεν

(우리는) 가져오자

προεισάγητε

(너희는) 가져오자

προεισάγωσιν*

(그들은) 가져오자

기원법단수 προεισάγοιμι

(나는) 가져오기를 (바라다)

προεισάγοις

(너는) 가져오기를 (바라다)

προεισάγοι

(그는) 가져오기를 (바라다)

쌍수 προεισάγοιτον

(너희 둘은) 가져오기를 (바라다)

προεισαγοίτην

(그 둘은) 가져오기를 (바라다)

복수 προεισάγοιμεν

(우리는) 가져오기를 (바라다)

προεισάγοιτε

(너희는) 가져오기를 (바라다)

προεισάγοιεν

(그들은) 가져오기를 (바라다)

명령법단수 προείσαγε

(너는) 가져와라

προεισαγέτω

(그는) 가져와라

쌍수 προεισάγετον

(너희 둘은) 가져와라

προεισαγέτων

(그 둘은) 가져와라

복수 προεισάγετε

(너희는) 가져와라

προεισαγόντων, προεισαγέτωσαν

(그들은) 가져와라

부정사 προεισάγειν

가져오는 것

분사 남성여성중성
προεισαγων

προεισαγοντος

προεισαγουσα

προεισαγουσης

προεισαγον

προεισαγοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προεισάγομαι

(나는) 가져와진다

προεισάγει, προεισάγῃ

(너는) 가져와진다

προεισάγεται

(그는) 가져와진다

쌍수 προεισάγεσθον

(너희 둘은) 가져와진다

προεισάγεσθον

(그 둘은) 가져와진다

복수 προεισαγόμεθα

(우리는) 가져와진다

προεισάγεσθε

(너희는) 가져와진다

προεισάγονται

(그들은) 가져와진다

접속법단수 προεισάγωμαι

(나는) 가져와지자

προεισάγῃ

(너는) 가져와지자

προεισάγηται

(그는) 가져와지자

쌍수 προεισάγησθον

(너희 둘은) 가져와지자

προεισάγησθον

(그 둘은) 가져와지자

복수 προεισαγώμεθα

(우리는) 가져와지자

προεισάγησθε

(너희는) 가져와지자

προεισάγωνται

(그들은) 가져와지자

기원법단수 προεισαγοίμην

(나는) 가져와지기를 (바라다)

προεισάγοιο

(너는) 가져와지기를 (바라다)

προεισάγοιτο

(그는) 가져와지기를 (바라다)

쌍수 προεισάγοισθον

(너희 둘은) 가져와지기를 (바라다)

προεισαγοίσθην

(그 둘은) 가져와지기를 (바라다)

복수 προεισαγοίμεθα

(우리는) 가져와지기를 (바라다)

προεισάγοισθε

(너희는) 가져와지기를 (바라다)

προεισάγοιντο

(그들은) 가져와지기를 (바라다)

명령법단수 προεισάγου

(너는) 가져와져라

προεισαγέσθω

(그는) 가져와져라

쌍수 προεισάγεσθον

(너희 둘은) 가져와져라

προεισαγέσθων

(그 둘은) 가져와져라

복수 προεισάγεσθε

(너희는) 가져와져라

προεισαγέσθων, προεισαγέσθωσαν

(그들은) 가져와져라

부정사 προεισάγεσθαι

가져와지는 것

분사 남성여성중성
προεισαγομενος

προεισαγομενου

προεισαγομενη

προεισαγομενης

προεισαγομενον

προεισαγομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προεισάξω

(나는) 가져오겠다

προεισάξεις

(너는) 가져오겠다

προεισάξει

(그는) 가져오겠다

쌍수 προεισάξετον

(너희 둘은) 가져오겠다

προεισάξετον

(그 둘은) 가져오겠다

복수 προεισάξομεν

(우리는) 가져오겠다

προεισάξετε

(너희는) 가져오겠다

προεισάξουσιν*

(그들은) 가져오겠다

기원법단수 προεισάξοιμι

(나는) 가져오겠기를 (바라다)

προεισάξοις

(너는) 가져오겠기를 (바라다)

προεισάξοι

(그는) 가져오겠기를 (바라다)

쌍수 προεισάξοιτον

(너희 둘은) 가져오겠기를 (바라다)

προεισαξοίτην

(그 둘은) 가져오겠기를 (바라다)

복수 προεισάξοιμεν

(우리는) 가져오겠기를 (바라다)

προεισάξοιτε

(너희는) 가져오겠기를 (바라다)

προεισάξοιεν

(그들은) 가져오겠기를 (바라다)

부정사 προεισάξειν

가져올 것

분사 남성여성중성
προεισαξων

προεισαξοντος

προεισαξουσα

προεισαξουσης

προεισαξον

προεισαξοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προεισάξομαι

(나는) 가져와지겠다

προεισάξει, προεισάξῃ

(너는) 가져와지겠다

προεισάξεται

(그는) 가져와지겠다

쌍수 προεισάξεσθον

(너희 둘은) 가져와지겠다

προεισάξεσθον

(그 둘은) 가져와지겠다

복수 προεισαξόμεθα

(우리는) 가져와지겠다

προεισάξεσθε

(너희는) 가져와지겠다

προεισάξονται

(그들은) 가져와지겠다

기원법단수 προεισαξοίμην

(나는) 가져와지겠기를 (바라다)

προεισάξοιο

(너는) 가져와지겠기를 (바라다)

προεισάξοιτο

(그는) 가져와지겠기를 (바라다)

쌍수 προεισάξοισθον

(너희 둘은) 가져와지겠기를 (바라다)

προεισαξοίσθην

(그 둘은) 가져와지겠기를 (바라다)

복수 προεισαξοίμεθα

(우리는) 가져와지겠기를 (바라다)

προεισάξοισθε

(너희는) 가져와지겠기를 (바라다)

προεισάξοιντο

(그들은) 가져와지겠기를 (바라다)

부정사 προεισάξεσθαι

가져와질 것

분사 남성여성중성
προεισαξομενος

προεισαξομενου

προεισαξομενη

προεισαξομενης

προεισαξομενον

προεισαξομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐπροείσαγον

(나는) 가져오고 있었다

ἐπροείσαγες

(너는) 가져오고 있었다

ἐπροείσαγεν*

(그는) 가져오고 있었다

쌍수 ἐπροεισάγετον

(너희 둘은) 가져오고 있었다

ἐπροεισαγέτην

(그 둘은) 가져오고 있었다

복수 ἐπροεισάγομεν

(우리는) 가져오고 있었다

ἐπροεισάγετε

(너희는) 가져오고 있었다

ἐπροείσαγον

(그들은) 가져오고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐπροεισαγόμην

(나는) 가져와지고 있었다

ἐπροεισάγου

(너는) 가져와지고 있었다

ἐπροεισάγετο

(그는) 가져와지고 있었다

쌍수 ἐπροεισάγεσθον

(너희 둘은) 가져와지고 있었다

ἐπροεισαγέσθην

(그 둘은) 가져와지고 있었다

복수 ἐπροεισαγόμεθα

(우리는) 가져와지고 있었다

ἐπροεισάγεσθε

(너희는) 가져와지고 있었다

ἐπροεισάγοντο

(그들은) 가져와지고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • λαμπρ Οὐδαμῶσ, ὦ φίλοσ, ἐμὴν χάριν ἐπιθυμῶ γὰρ πυθέσθαι, τίνα δὴ τρόπον οἱ ἄνδρεσ τὰ κακὰ τῶν ἀγαθῶν καὶ τὴν κακίαν τῆσ ἀρετῆσ προεισάγουσιν. (Plutarch, De communibus notitiis adversus Stoicos, section 161)

    (플루타르코스, De communibus notitiis adversus Stoicos, section 161)

  • κλῆροσ ἐπὶ τούτῳ ταγείσ τὰ χερσαῖα προεισάγει δίκαια τῶν ἐνάλων. (Plutarch, De sollertia animalium, chapter, section 8 9:3)

    (플루타르코스, De sollertia animalium, chapter, section 8 9:3)

  • οὐθενὶ γὰρ πώποτε παρῆκεν ἑαυτοῦ προεισάγειν, οὐδὲ τῶν εὐτελῶν ὑποκριτῶν, ὡσ οἰκειουμένων τῶν θεατῶν ταῖσ πρώταισ ἀκοαῖσ· (Aristotle, Politics, Book 7 317:4)

    (아리스토텔레스, 정치학, Book 7 317:4)

유의어

  1. 가져오다

  2. to go on the stage before oneself

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION