διαπέμπω
비축약 동사;
자동번역
로마알파벳 전사:
고전 발음: []
신약 발음: []
기본형:
διαπέμπω
διαπέμψω
형태분석:
δια
(접두사)
+
πέμπ
(어간)
+
ω
(인칭어미)
뜻
- 전달하다, 보내다, 전송하다
- to send off in different directions, send to and fro, send about or round
- to send over or across, to transmit
활용 정보
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- εἶτ’ οὐ διαπέμπεισ καὶ πρὸσ ἡμᾶσ τοὺσ φίλουσ; (Aristophanes, Plutus, Episode 1:28)
(아리스토파네스, Plutus, Episode 1:28)
- ἐπεὶ δ’ ἀστυγείτονεσ ὄντεσ Ὀρχομένιοι καὶ διάφοροι τοῖσ Χαιρωνεῦσιν ἐμισθώσαντο Ῥωμαϊκὸν συκοφάντην, ὁ δ’ ὥσπερ ἑνὸσ ἀνθρώπου τὸ τῆσ πόλεωσ ὄνομα κατενεγκὼν ἐδίωκε φόνου τῶν ὑπὸ τοῦ Δάμωνοσ ἀνῃρημένων, ἡ δὲ κρίσισ ἦν ἐπὶ τοῦ στρατηγοῦ τῆσ Μακεδονίασ οὔπω γὰρ εἰσ τὴν Ἑλλάδα Ῥωμαῖοι στρατηγοὺσ διεπέμποντο, οἱ λέγοντεσ ὑπὲρ τῆσ πόλεωσ ἐπεκαλοῦντο τὴν Λουκούλλου μαρτυρίαν, γράψαντοσ δὲ τοῦ στρατηγοῦ πρὸσ Λούκουλλον ἐκεῖνοσ ἐμαρτύρησε τἀληθῆ, καὶ τὴν δίκην οὕτωσ ἀπέφυγεν ἡ πόλισ κινδυνεύουσα περὶ τῶν μεγίστων. (Plutarch, , chapter 2 1:1)
(플루타르코스, , chapter 2 1:1)
- Ιἐρεμίαν δὲ καὶ αὐτὸν ἐκ τῶν φίλων μου μεθ’ ἑξακοσίων ὁπλιτῶν εἰσ τὴν μεθόριον τῆσ Γαλιλαίασ ἔπεμψα τὰσ ἀπὸ ταύτησ εἰσ τὴν Ιἑροσολυμιτῶν πόλιν ὁδοὺσ παραφυλάξοντα, πρόσταγμα δοὺσ κἀκείνῳ τοὺσ μετ’ ἐπιστολῶν ὁδεύοντασ συλλαμβάνειν καὶ τοὺσ μὲν ἄνδρασ ἐν δεσμοῖσ ἐπὶ τόπου φυλάττειν, τὰ δὲ γράμματα πρὸσ ἐμὲ διαπέμπειν. (Flavius Josephus, 287:1)
(플라비우스 요세푸스, 287:1)
- τῆσ δ’ Ἰταλίασ ἐπυνθάνετο τὴν ἐν Ῥώμῃ δύναμιν καὶ ἀλκὴν ὥσπερ στόμωμα προτεταγμένην ὄνομα γὰρ καὶ δόξα τούτων ἐπιφανεστάτη διεπέμπετο πρὸσ αὐτὸν ὥσπερ ἀθλητῶν μυρίοισ ἐγγεγυμνασμένων πολέμοισ. (Plutarch, De fortuna Romanorum, section 13 1:2)
(플루타르코스, De fortuna Romanorum, section 13 1:2)
- ὄνομα γὰρ καὶ δόξα τούτων ἐπιφανεστάτη διεπέμπετο πρὸσ αὐτὸν ὥσπερ ἀθλητῶν μυρίοισ ἐγγεγυμνασμένων πολέμοισ οὐ γὰρ ἀναιμωτί γε διακρινθήμεναι οἰώ, συμπεσόντων ὅπλοισ ἀνικήτοισ φρονημάτων ἀδουλώτων. (Plutarch, De fortuna Romanorum, section 13 5:1)
(플루타르코스, De fortuna Romanorum, section 13 5:1)
유의어
-
to send off in different directions
-
전달하다
파생어
- ἀναπέμπω (방출하다, 내뿜다, 생산하다)
- ἀποπέμπω (개가하다, 이혼하다, 무시하다)
- εἰσπέμπω (가져오다, 안으로 보내다, 안에 넣다)
- ἐκπέμπω (출발하다, 떠나다, 떠나가다)
- ἐπιπέμπω (to send besides or again, to send upon or to, to send upon or against)
- καταπέμπω (추진하다, 진척시키다, 파견하다)
- μεταπέμπω (소환하다, 부르다, 불러내다)
- παραπέμπω (호위하다, 인도하다, 우회시키다)
- πέμπω (보내다, 추진하다, 진척시키다)
- περιπέμπω (to send round, dispatch in all directions)
- προαποπέμπω (to send away before)
- προεκπέμπω (to send out before)
- προπέμπω (야기시키다, 유발시키다, 불러일으키다)
- προσαποπέμπω (to send away or off besides)
- προσεκπέμπω (to send away besides)
- προσπέμπω (보내다, 있다, 돌보다)
- συμπέμπω (to send with or at the same time, to help in conducting)
- συναναπέμπω (to send up together)
- συναποπέμπω (to send off together)
- συνεκπέμπω (to send out together)
- ὑπεκπέμπω (to send out secretly, I was sent out secretly)
- ὑποπέμπω (to send under, to be sent beneath, to send secretly: to send as a spy)