헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἀναπέμπω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἀναπέμπω

형태분석: ἀνα (접두사) + πέμπ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 방출하다, 내뿜다, 생산하다, 앞으로 보내다
  2. 되보내다, 줄이다
  1. to send up, to send forth, to send up from oneself
  2. to send up
  3. to send back

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀναπέμπω

(나는) 방출한다

ἀναπέμπεις

(너는) 방출한다

ἀναπέμπει

(그는) 방출한다

쌍수 ἀναπέμπετον

(너희 둘은) 방출한다

ἀναπέμπετον

(그 둘은) 방출한다

복수 ἀναπέμπομεν

(우리는) 방출한다

ἀναπέμπετε

(너희는) 방출한다

ἀναπέμπουσιν*

(그들은) 방출한다

접속법단수 ἀναπέμπω

(나는) 방출하자

ἀναπέμπῃς

(너는) 방출하자

ἀναπέμπῃ

(그는) 방출하자

쌍수 ἀναπέμπητον

(너희 둘은) 방출하자

ἀναπέμπητον

(그 둘은) 방출하자

복수 ἀναπέμπωμεν

(우리는) 방출하자

ἀναπέμπητε

(너희는) 방출하자

ἀναπέμπωσιν*

(그들은) 방출하자

기원법단수 ἀναπέμποιμι

(나는) 방출하기를 (바라다)

ἀναπέμποις

(너는) 방출하기를 (바라다)

ἀναπέμποι

(그는) 방출하기를 (바라다)

쌍수 ἀναπέμποιτον

(너희 둘은) 방출하기를 (바라다)

ἀναπεμποίτην

(그 둘은) 방출하기를 (바라다)

복수 ἀναπέμποιμεν

(우리는) 방출하기를 (바라다)

ἀναπέμποιτε

(너희는) 방출하기를 (바라다)

ἀναπέμποιεν

(그들은) 방출하기를 (바라다)

명령법단수 ἀναπέμπε

(너는) 방출해라

ἀναπεμπέτω

(그는) 방출해라

쌍수 ἀναπέμπετον

(너희 둘은) 방출해라

ἀναπεμπέτων

(그 둘은) 방출해라

복수 ἀναπέμπετε

(너희는) 방출해라

ἀναπεμπόντων, ἀναπεμπέτωσαν

(그들은) 방출해라

부정사 ἀναπέμπειν

방출하는 것

분사 남성여성중성
ἀναπεμπων

ἀναπεμποντος

ἀναπεμπουσα

ἀναπεμπουσης

ἀναπεμπον

ἀναπεμποντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀναπέμπομαι

(나는) 방출된다

ἀναπέμπει, ἀναπέμπῃ

(너는) 방출된다

ἀναπέμπεται

(그는) 방출된다

쌍수 ἀναπέμπεσθον

(너희 둘은) 방출된다

ἀναπέμπεσθον

(그 둘은) 방출된다

복수 ἀναπεμπόμεθα

(우리는) 방출된다

ἀναπέμπεσθε

(너희는) 방출된다

ἀναπέμπονται

(그들은) 방출된다

접속법단수 ἀναπέμπωμαι

(나는) 방출되자

ἀναπέμπῃ

(너는) 방출되자

ἀναπέμπηται

(그는) 방출되자

쌍수 ἀναπέμπησθον

(너희 둘은) 방출되자

ἀναπέμπησθον

(그 둘은) 방출되자

복수 ἀναπεμπώμεθα

(우리는) 방출되자

ἀναπέμπησθε

(너희는) 방출되자

ἀναπέμπωνται

(그들은) 방출되자

기원법단수 ἀναπεμποίμην

(나는) 방출되기를 (바라다)

ἀναπέμποιο

(너는) 방출되기를 (바라다)

ἀναπέμποιτο

(그는) 방출되기를 (바라다)

쌍수 ἀναπέμποισθον

(너희 둘은) 방출되기를 (바라다)

ἀναπεμποίσθην

(그 둘은) 방출되기를 (바라다)

복수 ἀναπεμποίμεθα

(우리는) 방출되기를 (바라다)

ἀναπέμποισθε

(너희는) 방출되기를 (바라다)

ἀναπέμποιντο

(그들은) 방출되기를 (바라다)

명령법단수 ἀναπέμπου

(너는) 방출되어라

ἀναπεμπέσθω

(그는) 방출되어라

쌍수 ἀναπέμπεσθον

(너희 둘은) 방출되어라

ἀναπεμπέσθων

(그 둘은) 방출되어라

복수 ἀναπέμπεσθε

(너희는) 방출되어라

ἀναπεμπέσθων, ἀναπεμπέσθωσαν

(그들은) 방출되어라

부정사 ἀναπέμπεσθαι

방출되는 것

분사 남성여성중성
ἀναπεμπομενος

ἀναπεμπομενου

ἀναπεμπομενη

ἀναπεμπομενης

ἀναπεμπομενον

ἀναπεμπομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀναπέμψω

(나는) 방출하겠다

ἀναπέμψεις

(너는) 방출하겠다

ἀναπέμψει

(그는) 방출하겠다

쌍수 ἀναπέμψετον

(너희 둘은) 방출하겠다

ἀναπέμψετον

(그 둘은) 방출하겠다

복수 ἀναπέμψομεν

(우리는) 방출하겠다

ἀναπέμψετε

(너희는) 방출하겠다

ἀναπέμψουσιν*

(그들은) 방출하겠다

기원법단수 ἀναπέμψοιμι

(나는) 방출하겠기를 (바라다)

ἀναπέμψοις

(너는) 방출하겠기를 (바라다)

ἀναπέμψοι

(그는) 방출하겠기를 (바라다)

쌍수 ἀναπέμψοιτον

(너희 둘은) 방출하겠기를 (바라다)

ἀναπεμψοίτην

(그 둘은) 방출하겠기를 (바라다)

복수 ἀναπέμψοιμεν

(우리는) 방출하겠기를 (바라다)

ἀναπέμψοιτε

(너희는) 방출하겠기를 (바라다)

ἀναπέμψοιεν

(그들은) 방출하겠기를 (바라다)

부정사 ἀναπέμψειν

방출할 것

분사 남성여성중성
ἀναπεμψων

ἀναπεμψοντος

ἀναπεμψουσα

ἀναπεμψουσης

ἀναπεμψον

ἀναπεμψοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀναπέμψομαι

(나는) 방출되겠다

ἀναπέμψει, ἀναπέμψῃ

(너는) 방출되겠다

ἀναπέμψεται

(그는) 방출되겠다

쌍수 ἀναπέμψεσθον

(너희 둘은) 방출되겠다

ἀναπέμψεσθον

(그 둘은) 방출되겠다

복수 ἀναπεμψόμεθα

(우리는) 방출되겠다

ἀναπέμψεσθε

(너희는) 방출되겠다

ἀναπέμψονται

(그들은) 방출되겠다

기원법단수 ἀναπεμψοίμην

(나는) 방출되겠기를 (바라다)

ἀναπέμψοιο

(너는) 방출되겠기를 (바라다)

ἀναπέμψοιτο

(그는) 방출되겠기를 (바라다)

쌍수 ἀναπέμψοισθον

(너희 둘은) 방출되겠기를 (바라다)

ἀναπεμψοίσθην

(그 둘은) 방출되겠기를 (바라다)

복수 ἀναπεμψοίμεθα

(우리는) 방출되겠기를 (바라다)

ἀναπέμψοισθε

(너희는) 방출되겠기를 (바라다)

ἀναπέμψοιντο

(그들은) 방출되겠기를 (바라다)

부정사 ἀναπέμψεσθαι

방출될 것

분사 남성여성중성
ἀναπεμψομενος

ἀναπεμψομενου

ἀναπεμψομενη

ἀναπεμψομενης

ἀναπεμψομενον

ἀναπεμψομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀνέπεμπον

(나는) 방출하고 있었다

ἀνέπεμπες

(너는) 방출하고 있었다

ἀνέπεμπεν*

(그는) 방출하고 있었다

쌍수 ἀνεπέμπετον

(너희 둘은) 방출하고 있었다

ἀνεπεμπέτην

(그 둘은) 방출하고 있었다

복수 ἀνεπέμπομεν

(우리는) 방출하고 있었다

ἀνεπέμπετε

(너희는) 방출하고 있었다

ἀνέπεμπον

(그들은) 방출하고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀνεπεμπόμην

(나는) 방출되고 있었다

ἀνεπέμπου

(너는) 방출되고 있었다

ἀνεπέμπετο

(그는) 방출되고 있었다

쌍수 ἀνεπέμπεσθον

(너희 둘은) 방출되고 있었다

ἀνεπεμπέσθην

(그 둘은) 방출되고 있었다

복수 ἀνεπεμπόμεθα

(우리는) 방출되고 있었다

ἀνεπέμπεσθε

(너희는) 방출되고 있었다

ἀνεπέμποντο

(그들은) 방출되고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἤκουον δ’ αὐτοὺσ ἐπῳδαῖσ τε καὶ τελεταῖσ τισιν ἀνοίγειν τοῦ Αἳδου τὰσ πύλασ καὶ κατάγειν ὃν ἂν βούλωνται ἀσφαλῶσ καὶ ὀπίσω αὖθισ ἀναπέμπειν. (Lucian, Necyomantia, (no name) 6:3)

    (루키아노스, Necyomantia, (no name) 6:3)

  • ἐκείνων δ’ ἐπιλειπόντων τοὺσ μὲν παῖδασ εἰσ ἄστυ ἀναπέμπει, τὴν δὲ μητέρα αὐτῶν ἐκδίδωσιν ἐπιδοὺσ πεντακισχιλίασ δραχμάσ, χιλίαισ ἔλαττον ὧν ὁ ἀνὴρ αὐτῆσ ἔδωκεν. (Dionysius of Halicarnassus, chapter 25 3:3)

    (디오니시오스, chapter 25 3:3)

  • τῶν δ’ ἄλλων ποιητῶν ἔνιοι τὰσ καθ’ αὑτοὺσ πολυτελείασ καὶ ῥᾳθυμίασ ἀνέπεμπον ὡσ οὔσασ καὶ κατὰ τὰ Τρωικά. (Athenaeus, The Deipnosophists, book 1, chapter 301)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, book 1, chapter 301)

  • ὁ δὲ βασιλεῖ τῷ μεγάλῳ ἀναπέμπει αὐτὸν καὶ μετ’ οὐ πολὺ κατεπέμφθη ὁ Δεινίασ εἰσ Γύαρον νῆσον τῶν Κυκλάδων, ἐν ταύτῃ φεύγειν εἰσ ἀεὶ τεταγμένοσ ὑπὸ βασιλέωσ. (Lucian, Toxaris vel amicitia, (no name) 18:5)

    (루키아노스, Toxaris vel amicitia, (no name) 18:5)

  • εἴρηκε δὲ τὴν αἰτίαν Κλέαρχοσ ὁ Σολεὺσ ἐν τῷ περὶ νάρκησ, ἅπερ μακρότερα ὄντα ἐπιλέλησμαι, ὑμᾶσ δ’ ἐπὶ τὸ σύγγραμμα ἀναπέμπω, ἐστὶ δ’ ἡ νάρκη, ὥσ φησιν Ἀριστοτέλησ, τῶν σελαχωδῶν καὶ τῶν σκυμνοτοκούντων. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 7, book 7, chapter 95 2:1)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 7, book 7, chapter 95 2:1)

유의어

  1. 방출하다

  2. to send up

  3. 되보내다

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION