헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἐξορίζω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἐξορίζω ἐξοριῶ

형태분석: ἐξ (접두사) + ὁρίζ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 추방하다, 쫓아내다, 제거하다
  2. 노출시키다, 드러내다
  3. 제쳐놓다, 없애다
  4. 지나가다, 지나치다
  1. to send beyond the frontier, banish
  2. to expose
  3. to get rid of
  4. to pass
  5. to come forth from

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐξορίζω

(나는) 추방한다

ἐξορίζεις

(너는) 추방한다

ἐξορίζει

(그는) 추방한다

쌍수 ἐξορίζετον

(너희 둘은) 추방한다

ἐξορίζετον

(그 둘은) 추방한다

복수 ἐξορίζομεν

(우리는) 추방한다

ἐξορίζετε

(너희는) 추방한다

ἐξορίζουσιν*

(그들은) 추방한다

접속법단수 ἐξορίζω

(나는) 추방하자

ἐξορίζῃς

(너는) 추방하자

ἐξορίζῃ

(그는) 추방하자

쌍수 ἐξορίζητον

(너희 둘은) 추방하자

ἐξορίζητον

(그 둘은) 추방하자

복수 ἐξορίζωμεν

(우리는) 추방하자

ἐξορίζητε

(너희는) 추방하자

ἐξορίζωσιν*

(그들은) 추방하자

기원법단수 ἐξορίζοιμι

(나는) 추방하기를 (바라다)

ἐξορίζοις

(너는) 추방하기를 (바라다)

ἐξορίζοι

(그는) 추방하기를 (바라다)

쌍수 ἐξορίζοιτον

(너희 둘은) 추방하기를 (바라다)

ἐξοριζοίτην

(그 둘은) 추방하기를 (바라다)

복수 ἐξορίζοιμεν

(우리는) 추방하기를 (바라다)

ἐξορίζοιτε

(너희는) 추방하기를 (바라다)

ἐξορίζοιεν

(그들은) 추방하기를 (바라다)

명령법단수 ἐξόριζε

(너는) 추방해라

ἐξοριζέτω

(그는) 추방해라

쌍수 ἐξορίζετον

(너희 둘은) 추방해라

ἐξοριζέτων

(그 둘은) 추방해라

복수 ἐξορίζετε

(너희는) 추방해라

ἐξοριζόντων, ἐξοριζέτωσαν

(그들은) 추방해라

부정사 ἐξορίζειν

추방하는 것

분사 남성여성중성
ἐξοριζων

ἐξοριζοντος

ἐξοριζουσα

ἐξοριζουσης

ἐξοριζον

ἐξοριζοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐξορίζομαι

(나는) 추방된다

ἐξορίζει, ἐξορίζῃ

(너는) 추방된다

ἐξορίζεται

(그는) 추방된다

쌍수 ἐξορίζεσθον

(너희 둘은) 추방된다

ἐξορίζεσθον

(그 둘은) 추방된다

복수 ἐξοριζόμεθα

(우리는) 추방된다

ἐξορίζεσθε

(너희는) 추방된다

ἐξορίζονται

(그들은) 추방된다

접속법단수 ἐξορίζωμαι

(나는) 추방되자

ἐξορίζῃ

(너는) 추방되자

ἐξορίζηται

(그는) 추방되자

쌍수 ἐξορίζησθον

(너희 둘은) 추방되자

ἐξορίζησθον

(그 둘은) 추방되자

복수 ἐξοριζώμεθα

(우리는) 추방되자

ἐξορίζησθε

(너희는) 추방되자

ἐξορίζωνται

(그들은) 추방되자

기원법단수 ἐξοριζοίμην

(나는) 추방되기를 (바라다)

ἐξορίζοιο

(너는) 추방되기를 (바라다)

ἐξορίζοιτο

(그는) 추방되기를 (바라다)

쌍수 ἐξορίζοισθον

(너희 둘은) 추방되기를 (바라다)

ἐξοριζοίσθην

(그 둘은) 추방되기를 (바라다)

복수 ἐξοριζοίμεθα

(우리는) 추방되기를 (바라다)

ἐξορίζοισθε

(너희는) 추방되기를 (바라다)

ἐξορίζοιντο

(그들은) 추방되기를 (바라다)

명령법단수 ἐξορίζου

(너는) 추방되어라

ἐξοριζέσθω

(그는) 추방되어라

쌍수 ἐξορίζεσθον

(너희 둘은) 추방되어라

ἐξοριζέσθων

(그 둘은) 추방되어라

복수 ἐξορίζεσθε

(너희는) 추방되어라

ἐξοριζέσθων, ἐξοριζέσθωσαν

(그들은) 추방되어라

부정사 ἐξορίζεσθαι

추방되는 것

분사 남성여성중성
ἐξοριζομενος

ἐξοριζομενου

ἐξοριζομενη

ἐξοριζομενης

ἐξοριζομενον

ἐξοριζομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐξορίω

(나는) 추방하겠다

ἐξορίεις

(너는) 추방하겠다

ἐξορίει

(그는) 추방하겠다

쌍수 ἐξορίειτον

(너희 둘은) 추방하겠다

ἐξορίειτον

(그 둘은) 추방하겠다

복수 ἐξορίουμεν

(우리는) 추방하겠다

ἐξορίειτε

(너희는) 추방하겠다

ἐξορίουσιν*

(그들은) 추방하겠다

기원법단수 ἐξορίοιμι

(나는) 추방하겠기를 (바라다)

ἐξορίοις

(너는) 추방하겠기를 (바라다)

ἐξορίοι

(그는) 추방하겠기를 (바라다)

쌍수 ἐξορίοιτον

(너희 둘은) 추방하겠기를 (바라다)

ἐξοριοίτην

(그 둘은) 추방하겠기를 (바라다)

복수 ἐξορίοιμεν

(우리는) 추방하겠기를 (바라다)

ἐξορίοιτε

(너희는) 추방하겠기를 (바라다)

ἐξορίοιεν

(그들은) 추방하겠기를 (바라다)

부정사 ἐξορίειν

추방할 것

분사 남성여성중성
ἐξοριων

ἐξοριουντος

ἐξοριουσα

ἐξοριουσης

ἐξοριουν

ἐξοριουντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐξορίουμαι

(나는) 추방되겠다

ἐξορίει, ἐξορίῃ

(너는) 추방되겠다

ἐξορίειται

(그는) 추방되겠다

쌍수 ἐξορίεισθον

(너희 둘은) 추방되겠다

ἐξορίεισθον

(그 둘은) 추방되겠다

복수 ἐξοριοῦμεθα

(우리는) 추방되겠다

ἐξορίεισθε

(너희는) 추방되겠다

ἐξορίουνται

(그들은) 추방되겠다

기원법단수 ἐξοριοίμην

(나는) 추방되겠기를 (바라다)

ἐξορίοιο

(너는) 추방되겠기를 (바라다)

ἐξορίοιτο

(그는) 추방되겠기를 (바라다)

쌍수 ἐξορίοισθον

(너희 둘은) 추방되겠기를 (바라다)

ἐξοριοίσθην

(그 둘은) 추방되겠기를 (바라다)

복수 ἐξοριοίμεθα

(우리는) 추방되겠기를 (바라다)

ἐξορίοισθε

(너희는) 추방되겠기를 (바라다)

ἐξορίοιντο

(그들은) 추방되겠기를 (바라다)

부정사 ἐξορίεισθαι

추방될 것

분사 남성여성중성
ἐξοριουμενος

ἐξοριουμενου

ἐξοριουμενη

ἐξοριουμενης

ἐξοριουμενον

ἐξοριουμενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐξῶριζον

(나는) 추방하고 있었다

ἐξῶριζες

(너는) 추방하고 있었다

ἐξῶριζεν*

(그는) 추방하고 있었다

쌍수 ἐξώριζετον

(너희 둘은) 추방하고 있었다

ἐξωρῖζετην

(그 둘은) 추방하고 있었다

복수 ἐξώριζομεν

(우리는) 추방하고 있었다

ἐξώριζετε

(너희는) 추방하고 있었다

ἐξῶριζον

(그들은) 추방하고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐξωρῖζομην

(나는) 추방되고 있었다

ἐξώριζου

(너는) 추방되고 있었다

ἐξώριζετο

(그는) 추방되고 있었다

쌍수 ἐξώριζεσθον

(너희 둘은) 추방되고 있었다

ἐξωρῖζεσθην

(그 둘은) 추방되고 있었다

복수 ἐξωρῖζομεθα

(우리는) 추방되고 있었다

ἐξώριζεσθε

(너희는) 추방되고 있었다

ἐξώριζοντο

(그들은) 추방되고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • εἴθ’ ἀκάτου Μενέλα μέσον πέλαγοσ ἰούσασ, δίπαλτον ἱερὸν ἀνὰ μέσον πλατᾶν πέσοι Αἰγαίου κεραυνοφαὲσ πῦρ, Ἰλιόθεν ὅτε με πολύδακρυν Ἑλλάδι λάτρευμα γᾶθεν ἐξορίζει, χρύσεα δ’ ἔνοπτρα, παρθένων χάριτασ, ἔχουσα τυγχάνει Διὸσ κόρα· (Euripides, The Trojan Women, choral, antistrophe 21)

    (에우리피데스, The Trojan Women, choral, antistrophe 21)

  • "διάκεινται καὶ ῥᾳθύμωσ, ὥστε μηδ’ ἔμφασιν νομίζειν παρέχειν καθ’ ὅλου τῶν ὑπὸ τὴν αἴσθησιν πιπτόντων τὴν ἐναρμόνιον δίεσιν, ἐξορίζειν δ’ αὐτὴν ἐκ τῶν μελῳδημάτων πεφλυαρηκέναι τε τοὺσ δόξαντάσ τι περὶ τούτου καὶ τῷ γένει τούτῳ κεχρημένουσ. (Pseudo-Plutarch, De musica, section 384)

    (위 플루타르코스, De musica, section 384)

  • διόπερ οἰόνταί τινεσ τοὺσ νομοθετοῦντασ δεῖν μὲν παρακαλεῖν ἐπὶ τὴν ἀρετὴν καὶ προτρέπεσθαι τοῦ καλοῦ χάριν, ὡσ ἐπακουσομένων τῶν ἐπιεικῶσ τοῖσ ἔθεσι προηγμένων, ἀπειθοῦσι δὲ καὶ ἀφυεστέροισ οὖσι κολάσεισ τε καὶ τιμωρίασ ἐπιτιθέναι, τοὺσ δ’ ἀνιάτουσ ὅλωσ ἐξορίζειν· (Aristotle, Nicomachean Ethics, Book 10 138:2)

    (아리스토텔레스, 니코마코스 윤리학, Book 10 138:2)

  • ὅλωσ μὲν οὖν αἰσχρολογίαν ἐκ τῆσ πόλεωσ, ὥσπερ ἄλλο τι, δεῖ τὸν νομοθέτην ἐξορίζειν ἐκ τοῦ γὰρ εὐχερῶσ λέγειν ὁτιοῦν τῶν αἰσχρῶν γίνεται καὶ τὸ ποιεῖν σύνεγγυσ· (Aristotle, Politics, Book 7 311:2)

    (아리스토텔레스, 정치학, Book 7 311:2)

  • ἐπεὶ δὲ τὸ λέγειν τι τῶν τοιούτων ἐξορίζομεν, φανερὸν ὅτι καὶ τὸ θεωρεῖν ἢ γραφὰσ ἢ λόγουσ ἀσχήμονασ. (Aristotle, Politics, Book 7 313:1)

    (아리스토텔레스, 정치학, Book 7 313:1)

유의어

  1. 추방하다

  2. 노출시키다

  3. 제쳐놓다

  4. 지나가다

  5. to come forth from

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION