헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

παραστείχω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: παραστείχω παρέστιχον

형태분석: παρα (접두사) + στείχ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 지나가다, 흐르다, ~보다 낫다
  2. 들어가다, 입장하다, 부재인 사람을 임명하다
  1. to go past, pass by
  2. to pass into, enter

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παραστείχω

(나는) 지나간다

παραστείχεις

(너는) 지나간다

παραστείχει

(그는) 지나간다

쌍수 παραστείχετον

(너희 둘은) 지나간다

παραστείχετον

(그 둘은) 지나간다

복수 παραστείχομεν

(우리는) 지나간다

παραστείχετε

(너희는) 지나간다

παραστείχουσιν*

(그들은) 지나간다

접속법단수 παραστείχω

(나는) 지나가자

παραστείχῃς

(너는) 지나가자

παραστείχῃ

(그는) 지나가자

쌍수 παραστείχητον

(너희 둘은) 지나가자

παραστείχητον

(그 둘은) 지나가자

복수 παραστείχωμεν

(우리는) 지나가자

παραστείχητε

(너희는) 지나가자

παραστείχωσιν*

(그들은) 지나가자

기원법단수 παραστείχοιμι

(나는) 지나가기를 (바라다)

παραστείχοις

(너는) 지나가기를 (바라다)

παραστείχοι

(그는) 지나가기를 (바라다)

쌍수 παραστείχοιτον

(너희 둘은) 지나가기를 (바라다)

παραστειχοίτην

(그 둘은) 지나가기를 (바라다)

복수 παραστείχοιμεν

(우리는) 지나가기를 (바라다)

παραστείχοιτε

(너희는) 지나가기를 (바라다)

παραστείχοιεν

(그들은) 지나가기를 (바라다)

명령법단수 παραστείχε

(너는) 지나가라

παραστειχέτω

(그는) 지나가라

쌍수 παραστείχετον

(너희 둘은) 지나가라

παραστειχέτων

(그 둘은) 지나가라

복수 παραστείχετε

(너희는) 지나가라

παραστειχόντων, παραστειχέτωσαν

(그들은) 지나가라

부정사 παραστείχειν

지나가는 것

분사 남성여성중성
παραστειχων

παραστειχοντος

παραστειχουσα

παραστειχουσης

παραστειχον

παραστειχοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παραστείχομαι

(나는) 지나가여진다

παραστείχει, παραστείχῃ

(너는) 지나가여진다

παραστείχεται

(그는) 지나가여진다

쌍수 παραστείχεσθον

(너희 둘은) 지나가여진다

παραστείχεσθον

(그 둘은) 지나가여진다

복수 παραστειχόμεθα

(우리는) 지나가여진다

παραστείχεσθε

(너희는) 지나가여진다

παραστείχονται

(그들은) 지나가여진다

접속법단수 παραστείχωμαι

(나는) 지나가여지자

παραστείχῃ

(너는) 지나가여지자

παραστείχηται

(그는) 지나가여지자

쌍수 παραστείχησθον

(너희 둘은) 지나가여지자

παραστείχησθον

(그 둘은) 지나가여지자

복수 παραστειχώμεθα

(우리는) 지나가여지자

παραστείχησθε

(너희는) 지나가여지자

παραστείχωνται

(그들은) 지나가여지자

기원법단수 παραστειχοίμην

(나는) 지나가여지기를 (바라다)

παραστείχοιο

(너는) 지나가여지기를 (바라다)

παραστείχοιτο

(그는) 지나가여지기를 (바라다)

쌍수 παραστείχοισθον

(너희 둘은) 지나가여지기를 (바라다)

παραστειχοίσθην

(그 둘은) 지나가여지기를 (바라다)

복수 παραστειχοίμεθα

(우리는) 지나가여지기를 (바라다)

παραστείχοισθε

(너희는) 지나가여지기를 (바라다)

παραστείχοιντο

(그들은) 지나가여지기를 (바라다)

명령법단수 παραστείχου

(너는) 지나가여져라

παραστειχέσθω

(그는) 지나가여져라

쌍수 παραστείχεσθον

(너희 둘은) 지나가여져라

παραστειχέσθων

(그 둘은) 지나가여져라

복수 παραστείχεσθε

(너희는) 지나가여져라

παραστειχέσθων, παραστειχέσθωσαν

(그들은) 지나가여져라

부정사 παραστείχεσθαι

지나가여지는 것

분사 남성여성중성
παραστειχομενος

παραστειχομενου

παραστειχομενη

παραστειχομενης

παραστειχομενον

παραστειχομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παρέστειχον

(나는) 지나가고 있었다

παρέστειχες

(너는) 지나가고 있었다

παρέστειχεν*

(그는) 지나가고 있었다

쌍수 παρεστείχετον

(너희 둘은) 지나가고 있었다

παρεστειχέτην

(그 둘은) 지나가고 있었다

복수 παρεστείχομεν

(우리는) 지나가고 있었다

παρεστείχετε

(너희는) 지나가고 있었다

παρέστειχον

(그들은) 지나가고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παρεστειχόμην

(나는) 지나가여지고 있었다

παρεστείχου

(너는) 지나가여지고 있었다

παρεστείχετο

(그는) 지나가여지고 있었다

쌍수 παρεστείχεσθον

(너희 둘은) 지나가여지고 있었다

παρεστειχέσθην

(그 둘은) 지나가여지고 있었다

복수 παρεστειχόμεθα

(우리는) 지나가여지고 있었다

παρεστείχεσθε

(너희는) 지나가여지고 있었다

παρεστείχοντο

(그들은) 지나가여지고 있었다

단순 과거(Aorist) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παρέστιχον

(나는) 지나갔다

παρέστιχες

(너는) 지나갔다

παρέστιχεν*

(그는) 지나갔다

쌍수 παρεστίχετον

(너희 둘은) 지나갔다

παρεστιχέτην

(그 둘은) 지나갔다

복수 παρεστίχομεν

(우리는) 지나갔다

παρεστίχετε

(너희는) 지나갔다

παρέστιχον

(그들은) 지나갔다

명령법단수 παραστίχε

(너는) 지나갔어라

παραστιχέτω

(그는) 지나갔어라

쌍수 παραστίχετον

(너희 둘은) 지나갔어라

παραστιχέτων

(그 둘은) 지나갔어라

복수 παραστίχετε

(너희는) 지나갔어라

παραστιχόντων

(그들은) 지나갔어라

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. 지나가다

  2. 들어가다

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION