헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

εἰσβαίνω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: εἰσβαίνω εἰσβήσομαι

형태분석: εἰς (접두사) + βαίν (어간) + ω (인칭어미)

  1. 들어가다, 입장하다, 담기다, 가다
  2. 들어가다, 입장하다, 부재인 사람을 임명하다, 들다
  1. to go into, to go on board ship, embark
  2. to go into, enter, to come into
  3. to make to go into, put on board

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 εἰσβαίνω

(나는) 들어간다

εἰσβαίνεις

(너는) 들어간다

εἰσβαίνει

(그는) 들어간다

쌍수 εἰσβαίνετον

(너희 둘은) 들어간다

εἰσβαίνετον

(그 둘은) 들어간다

복수 εἰσβαίνομεν

(우리는) 들어간다

εἰσβαίνετε

(너희는) 들어간다

εἰσβαίνουσιν*

(그들은) 들어간다

접속법단수 εἰσβαίνω

(나는) 들어가자

εἰσβαίνῃς

(너는) 들어가자

εἰσβαίνῃ

(그는) 들어가자

쌍수 εἰσβαίνητον

(너희 둘은) 들어가자

εἰσβαίνητον

(그 둘은) 들어가자

복수 εἰσβαίνωμεν

(우리는) 들어가자

εἰσβαίνητε

(너희는) 들어가자

εἰσβαίνωσιν*

(그들은) 들어가자

기원법단수 εἰσβαίνοιμι

(나는) 들어가기를 (바라다)

εἰσβαίνοις

(너는) 들어가기를 (바라다)

εἰσβαίνοι

(그는) 들어가기를 (바라다)

쌍수 εἰσβαίνοιτον

(너희 둘은) 들어가기를 (바라다)

εἰσβαινοίτην

(그 둘은) 들어가기를 (바라다)

복수 εἰσβαίνοιμεν

(우리는) 들어가기를 (바라다)

εἰσβαίνοιτε

(너희는) 들어가기를 (바라다)

εἰσβαίνοιεν

(그들은) 들어가기를 (바라다)

명령법단수 εἰσβαίνε

(너는) 들어가라

εἰσβαινέτω

(그는) 들어가라

쌍수 εἰσβαίνετον

(너희 둘은) 들어가라

εἰσβαινέτων

(그 둘은) 들어가라

복수 εἰσβαίνετε

(너희는) 들어가라

εἰσβαινόντων, εἰσβαινέτωσαν

(그들은) 들어가라

부정사 εἰσβαίνειν

들어가는 것

분사 남성여성중성
εἰσβαινων

εἰσβαινοντος

εἰσβαινουσα

εἰσβαινουσης

εἰσβαινον

εἰσβαινοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 εἰσβαίνομαι

(나는) 들어가여진다

εἰσβαίνει, εἰσβαίνῃ

(너는) 들어가여진다

εἰσβαίνεται

(그는) 들어가여진다

쌍수 εἰσβαίνεσθον

(너희 둘은) 들어가여진다

εἰσβαίνεσθον

(그 둘은) 들어가여진다

복수 εἰσβαινόμεθα

(우리는) 들어가여진다

εἰσβαίνεσθε

(너희는) 들어가여진다

εἰσβαίνονται

(그들은) 들어가여진다

접속법단수 εἰσβαίνωμαι

(나는) 들어가여지자

εἰσβαίνῃ

(너는) 들어가여지자

εἰσβαίνηται

(그는) 들어가여지자

쌍수 εἰσβαίνησθον

(너희 둘은) 들어가여지자

εἰσβαίνησθον

(그 둘은) 들어가여지자

복수 εἰσβαινώμεθα

(우리는) 들어가여지자

εἰσβαίνησθε

(너희는) 들어가여지자

εἰσβαίνωνται

(그들은) 들어가여지자

기원법단수 εἰσβαινοίμην

(나는) 들어가여지기를 (바라다)

εἰσβαίνοιο

(너는) 들어가여지기를 (바라다)

εἰσβαίνοιτο

(그는) 들어가여지기를 (바라다)

쌍수 εἰσβαίνοισθον

(너희 둘은) 들어가여지기를 (바라다)

εἰσβαινοίσθην

(그 둘은) 들어가여지기를 (바라다)

복수 εἰσβαινοίμεθα

(우리는) 들어가여지기를 (바라다)

εἰσβαίνοισθε

(너희는) 들어가여지기를 (바라다)

εἰσβαίνοιντο

(그들은) 들어가여지기를 (바라다)

명령법단수 εἰσβαίνου

(너는) 들어가여져라

εἰσβαινέσθω

(그는) 들어가여져라

쌍수 εἰσβαίνεσθον

(너희 둘은) 들어가여져라

εἰσβαινέσθων

(그 둘은) 들어가여져라

복수 εἰσβαίνεσθε

(너희는) 들어가여져라

εἰσβαινέσθων, εἰσβαινέσθωσαν

(그들은) 들어가여져라

부정사 εἰσβαίνεσθαι

들어가여지는 것

분사 남성여성중성
εἰσβαινομενος

εἰσβαινομενου

εἰσβαινομενη

εἰσβαινομενης

εἰσβαινομενον

εἰσβαινομενου

미래 시제

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 εἰσβήσομαι

(나는) 들어가겠다

εἰσβήσει, εἰσβήσῃ

(너는) 들어가겠다

εἰσβήσεται

(그는) 들어가겠다

쌍수 εἰσβήσεσθον

(너희 둘은) 들어가겠다

εἰσβήσεσθον

(그 둘은) 들어가겠다

복수 εἰσβησόμεθα

(우리는) 들어가겠다

εἰσβήσεσθε

(너희는) 들어가겠다

εἰσβήσονται

(그들은) 들어가겠다

기원법단수 εἰσβησοίμην

(나는) 들어가겠기를 (바라다)

εἰσβήσοιο

(너는) 들어가겠기를 (바라다)

εἰσβήσοιτο

(그는) 들어가겠기를 (바라다)

쌍수 εἰσβήσοισθον

(너희 둘은) 들어가겠기를 (바라다)

εἰσβησοίσθην

(그 둘은) 들어가겠기를 (바라다)

복수 εἰσβησοίμεθα

(우리는) 들어가겠기를 (바라다)

εἰσβήσοισθε

(너희는) 들어가겠기를 (바라다)

εἰσβήσοιντο

(그들은) 들어가겠기를 (바라다)

부정사 εἰσβήσεσθαι

들어갈 것

분사 남성여성중성
εἰσβησομενος

εἰσβησομενου

εἰσβησομενη

εἰσβησομενης

εἰσβησομενον

εἰσβησομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 εἰσέβαινον

(나는) 들어가고 있었다

εἰσέβαινες

(너는) 들어가고 있었다

εἰσέβαινεν*

(그는) 들어가고 있었다

쌍수 εἰσεβαίνετον

(너희 둘은) 들어가고 있었다

εἰσεβαινέτην

(그 둘은) 들어가고 있었다

복수 εἰσεβαίνομεν

(우리는) 들어가고 있었다

εἰσεβαίνετε

(너희는) 들어가고 있었다

εἰσέβαινον

(그들은) 들어가고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 εἰσεβαινόμην

(나는) 들어가여지고 있었다

εἰσεβαίνου

(너는) 들어가여지고 있었다

εἰσεβαίνετο

(그는) 들어가여지고 있었다

쌍수 εἰσεβαίνεσθον

(너희 둘은) 들어가여지고 있었다

εἰσεβαινέσθην

(그 둘은) 들어가여지고 있었다

복수 εἰσεβαινόμεθα

(우리는) 들어가여지고 있었다

εἰσεβαίνεσθε

(너희는) 들어가여지고 있었다

εἰσεβαίνοντο

(그들은) 들어가여지고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἐγὼ δέ ‐ λείπει γάρ με τοῖσδ’ ἐν δώμασιν τροφὸν τέκνων οἰκουρόν, ἡνίκα χθονὸσ μέλαιναν ὄρφνην εἰσέβαινε, παῖσ ἐμόσ ‐ σὺν μητρί, τέκνα μὴ θάνωσ’ Ἡρακλέουσ, βωμὸν καθίζω τόνδε σωτῆροσ Διόσ, ὃν καλλινίκου δορὸσ ἄγαλμ’ ἱδρύσατο Μινύασ κρατήσασ οὑμὸσ εὐγενὴσ τόκοσ. (Euripides, Heracles, episode 2:5)

    (에우리피데스, Heracles, episode 2:5)

  • ποντίασ θ’ ἁλὸσ μυχοὺσ εἰσέβαινε, θνατοῖσ γαλανείασ τιθεὶσ ἐρετμοῖσ· (Euripides, Heracles, choral, antistrophe 22)

    (에우리피데스, Heracles, choral, antistrophe 22)

  • Ἄλεξισ δ’ ἐν Κυβερνήτῃ φησὶν εἰσέβαινον ἰσχάδεσ, τὸ παράσημον τῶν Ἀθηνῶν, καὶ θύμου δέσμαι τινέσ. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 14, book 14, chapter 67 1:1)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 14, book 14, chapter 67 1:1)

  • καὶ τὸν μέν, αἰτήσαντεσ ἐνοδίαν θεὸν Πλούτωνά τ’ ὀργὰσ εὐμενεῖσ κατασχεθεῖν λούσαντεσ ἁγνὸν λουτρόν, ἐν νεοσπάσιν θαλλοῖσ ὃ δὴ λέλειπτο συγκατῄθομεν, καὶ τύμβον ὀρθόκρανον οἰκείασ χθονὸσ χώσαντεσ αὖθισ πρὸσ λιθόστρωτον κόρησ νυμφεῖον Αἵδου κοῖλον εἰσεβαίνομεν. (Sophocles, Antigone, episode 1:9)

    (소포클레스, Antigone, episode 1:9)

  • αὐτὰρ ὁ τείωσ Τρίτων ἀνθέμενοσ τρίποδα μέγαν, εἴσατο λίμνην εἰσβαίνειν· (Apollodorus, Argonautica, book 4 25:30)

    (아폴로도로스, 아르고나우티카, book 4 25:30)

유의어

  1. 들어가다

  2. 들어가다

  3. to make to go into

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION