헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἐπιβατεύω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἐπιβατεύω ἐπιβατεύσω

형태분석: ἐπιβατεύ (어간) + ω (인칭어미)

어원: e)piba/ths

  1. 의지하다, 강탈하다, 약탈하다, 신용하다, 믿다
  1. to set one foot upon, to take one's stand upon, to usurp, to rely upon
  2. to be a soldier on board ship

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐπιβατεύω

(나는) 의지한다

ἐπιβατεύεις

(너는) 의지한다

ἐπιβατεύει

(그는) 의지한다

쌍수 ἐπιβατεύετον

(너희 둘은) 의지한다

ἐπιβατεύετον

(그 둘은) 의지한다

복수 ἐπιβατεύομεν

(우리는) 의지한다

ἐπιβατεύετε

(너희는) 의지한다

ἐπιβατεύουσιν*

(그들은) 의지한다

접속법단수 ἐπιβατεύω

(나는) 의지하자

ἐπιβατεύῃς

(너는) 의지하자

ἐπιβατεύῃ

(그는) 의지하자

쌍수 ἐπιβατεύητον

(너희 둘은) 의지하자

ἐπιβατεύητον

(그 둘은) 의지하자

복수 ἐπιβατεύωμεν

(우리는) 의지하자

ἐπιβατεύητε

(너희는) 의지하자

ἐπιβατεύωσιν*

(그들은) 의지하자

기원법단수 ἐπιβατεύοιμι

(나는) 의지하기를 (바라다)

ἐπιβατεύοις

(너는) 의지하기를 (바라다)

ἐπιβατεύοι

(그는) 의지하기를 (바라다)

쌍수 ἐπιβατεύοιτον

(너희 둘은) 의지하기를 (바라다)

ἐπιβατευοίτην

(그 둘은) 의지하기를 (바라다)

복수 ἐπιβατεύοιμεν

(우리는) 의지하기를 (바라다)

ἐπιβατεύοιτε

(너희는) 의지하기를 (바라다)

ἐπιβατεύοιεν

(그들은) 의지하기를 (바라다)

명령법단수 ἐπιβάτευε

(너는) 의지해라

ἐπιβατευέτω

(그는) 의지해라

쌍수 ἐπιβατεύετον

(너희 둘은) 의지해라

ἐπιβατευέτων

(그 둘은) 의지해라

복수 ἐπιβατεύετε

(너희는) 의지해라

ἐπιβατευόντων, ἐπιβατευέτωσαν

(그들은) 의지해라

부정사 ἐπιβατεύειν

의지하는 것

분사 남성여성중성
ἐπιβατευων

ἐπιβατευοντος

ἐπιβατευουσα

ἐπιβατευουσης

ἐπιβατευον

ἐπιβατευοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐπιβατεύομαι

(나는) 의지된다

ἐπιβατεύει, ἐπιβατεύῃ

(너는) 의지된다

ἐπιβατεύεται

(그는) 의지된다

쌍수 ἐπιβατεύεσθον

(너희 둘은) 의지된다

ἐπιβατεύεσθον

(그 둘은) 의지된다

복수 ἐπιβατευόμεθα

(우리는) 의지된다

ἐπιβατεύεσθε

(너희는) 의지된다

ἐπιβατεύονται

(그들은) 의지된다

접속법단수 ἐπιβατεύωμαι

(나는) 의지되자

ἐπιβατεύῃ

(너는) 의지되자

ἐπιβατεύηται

(그는) 의지되자

쌍수 ἐπιβατεύησθον

(너희 둘은) 의지되자

ἐπιβατεύησθον

(그 둘은) 의지되자

복수 ἐπιβατευώμεθα

(우리는) 의지되자

ἐπιβατεύησθε

(너희는) 의지되자

ἐπιβατεύωνται

(그들은) 의지되자

기원법단수 ἐπιβατευοίμην

(나는) 의지되기를 (바라다)

ἐπιβατεύοιο

(너는) 의지되기를 (바라다)

ἐπιβατεύοιτο

(그는) 의지되기를 (바라다)

쌍수 ἐπιβατεύοισθον

(너희 둘은) 의지되기를 (바라다)

ἐπιβατευοίσθην

(그 둘은) 의지되기를 (바라다)

복수 ἐπιβατευοίμεθα

(우리는) 의지되기를 (바라다)

ἐπιβατεύοισθε

(너희는) 의지되기를 (바라다)

ἐπιβατεύοιντο

(그들은) 의지되기를 (바라다)

명령법단수 ἐπιβατεύου

(너는) 의지되어라

ἐπιβατευέσθω

(그는) 의지되어라

쌍수 ἐπιβατεύεσθον

(너희 둘은) 의지되어라

ἐπιβατευέσθων

(그 둘은) 의지되어라

복수 ἐπιβατεύεσθε

(너희는) 의지되어라

ἐπιβατευέσθων, ἐπιβατευέσθωσαν

(그들은) 의지되어라

부정사 ἐπιβατεύεσθαι

의지되는 것

분사 남성여성중성
ἐπιβατευομενος

ἐπιβατευομενου

ἐπιβατευομενη

ἐπιβατευομενης

ἐπιβατευομενον

ἐπιβατευομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐπιβατεύσω

(나는) 의지하겠다

ἐπιβατεύσεις

(너는) 의지하겠다

ἐπιβατεύσει

(그는) 의지하겠다

쌍수 ἐπιβατεύσετον

(너희 둘은) 의지하겠다

ἐπιβατεύσετον

(그 둘은) 의지하겠다

복수 ἐπιβατεύσομεν

(우리는) 의지하겠다

ἐπιβατεύσετε

(너희는) 의지하겠다

ἐπιβατεύσουσιν*

(그들은) 의지하겠다

기원법단수 ἐπιβατεύσοιμι

(나는) 의지하겠기를 (바라다)

ἐπιβατεύσοις

(너는) 의지하겠기를 (바라다)

ἐπιβατεύσοι

(그는) 의지하겠기를 (바라다)

쌍수 ἐπιβατεύσοιτον

(너희 둘은) 의지하겠기를 (바라다)

ἐπιβατευσοίτην

(그 둘은) 의지하겠기를 (바라다)

복수 ἐπιβατεύσοιμεν

(우리는) 의지하겠기를 (바라다)

ἐπιβατεύσοιτε

(너희는) 의지하겠기를 (바라다)

ἐπιβατεύσοιεν

(그들은) 의지하겠기를 (바라다)

부정사 ἐπιβατεύσειν

의지할 것

분사 남성여성중성
ἐπιβατευσων

ἐπιβατευσοντος

ἐπιβατευσουσα

ἐπιβατευσουσης

ἐπιβατευσον

ἐπιβατευσοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐπιβατεύσομαι

(나는) 의지되겠다

ἐπιβατεύσει, ἐπιβατεύσῃ

(너는) 의지되겠다

ἐπιβατεύσεται

(그는) 의지되겠다

쌍수 ἐπιβατεύσεσθον

(너희 둘은) 의지되겠다

ἐπιβατεύσεσθον

(그 둘은) 의지되겠다

복수 ἐπιβατευσόμεθα

(우리는) 의지되겠다

ἐπιβατεύσεσθε

(너희는) 의지되겠다

ἐπιβατεύσονται

(그들은) 의지되겠다

기원법단수 ἐπιβατευσοίμην

(나는) 의지되겠기를 (바라다)

ἐπιβατεύσοιο

(너는) 의지되겠기를 (바라다)

ἐπιβατεύσοιτο

(그는) 의지되겠기를 (바라다)

쌍수 ἐπιβατεύσοισθον

(너희 둘은) 의지되겠기를 (바라다)

ἐπιβατευσοίσθην

(그 둘은) 의지되겠기를 (바라다)

복수 ἐπιβατευσοίμεθα

(우리는) 의지되겠기를 (바라다)

ἐπιβατεύσοισθε

(너희는) 의지되겠기를 (바라다)

ἐπιβατεύσοιντο

(그들은) 의지되겠기를 (바라다)

부정사 ἐπιβατεύσεσθαι

의지될 것

분사 남성여성중성
ἐπιβατευσομενος

ἐπιβατευσομενου

ἐπιβατευσομενη

ἐπιβατευσομενης

ἐπιβατευσομενον

ἐπιβατευσομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἠπιβάτευον

(나는) 의지하고 있었다

ἠπιβάτευες

(너는) 의지하고 있었다

ἠπιβάτευεν*

(그는) 의지하고 있었다

쌍수 ἠπιβατεύετον

(너희 둘은) 의지하고 있었다

ἠπιβατευέτην

(그 둘은) 의지하고 있었다

복수 ἠπιβατεύομεν

(우리는) 의지하고 있었다

ἠπιβατεύετε

(너희는) 의지하고 있었다

ἠπιβάτευον

(그들은) 의지하고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἠπιβατευόμην

(나는) 의지되고 있었다

ἠπιβατεύου

(너는) 의지되고 있었다

ἠπιβατεύετο

(그는) 의지되고 있었다

쌍수 ἠπιβατεύεσθον

(너희 둘은) 의지되고 있었다

ἠπιβατευέσθην

(그 둘은) 의지되고 있었다

복수 ἠπιβατευόμεθα

(우리는) 의지되고 있었다

ἠπιβατεύεσθε

(너희는) 의지되고 있었다

ἠπιβατεύοντο

(그들은) 의지되고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἐπεὶ δὲ οὐ θέμισ εἰδώλοισ ἀεὶ συνόντα ἐπιβατεύειν τῶν βασιλείων τοῦ Διόσ, ὡρ́α ἡμῖν ὑψηλόν τι ὄροσ περισκοπεῖν. (Lucian, Contemplantes, (no name) 2:12)

    (루키아노스, Contemplantes, (no name) 2:12)

유의어

  1. to be a soldier on board ship

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION