헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ὑπέρχομαι

비축약 동사; 이상동사 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ὑπέρχομαι ὑπελεύσομαι

형태분석: ὑπέρχ (어간) + ομαι (인칭어미)

  1. 들어가다, 입장하다, 부재인 사람을 임명하다
  2. 마주치다, 입장하다, 우연히 만나다
  3. 뚫다, 아래를 파다, 토대를 허물다
  1. to go or come under, enter
  2. to come upon, steal over
  3. to creep into, good graces, to fawn on, cringe to
  4. to undermine, beguile
  5. to advance slowly

활용 정보

현재 시제

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ὑπέρχομαι

(나는) 들어간다

ὑπέρχει, ὑπέρχῃ

(너는) 들어간다

ὑπέρχεται

(그는) 들어간다

쌍수 ὑπέρχεσθον

(너희 둘은) 들어간다

ὑπέρχεσθον

(그 둘은) 들어간다

복수 ὑπερχόμεθα

(우리는) 들어간다

ὑπέρχεσθε

(너희는) 들어간다

ὑπέρχονται

(그들은) 들어간다

접속법단수 ὑπέρχωμαι

(나는) 들어가자

ὑπέρχῃ

(너는) 들어가자

ὑπέρχηται

(그는) 들어가자

쌍수 ὑπέρχησθον

(너희 둘은) 들어가자

ὑπέρχησθον

(그 둘은) 들어가자

복수 ὑπερχώμεθα

(우리는) 들어가자

ὑπέρχησθε

(너희는) 들어가자

ὑπέρχωνται

(그들은) 들어가자

기원법단수 ὑπερχοίμην

(나는) 들어가기를 (바라다)

ὑπέρχοιο

(너는) 들어가기를 (바라다)

ὑπέρχοιτο

(그는) 들어가기를 (바라다)

쌍수 ὑπέρχοισθον

(너희 둘은) 들어가기를 (바라다)

ὑπερχοίσθην

(그 둘은) 들어가기를 (바라다)

복수 ὑπερχοίμεθα

(우리는) 들어가기를 (바라다)

ὑπέρχοισθε

(너희는) 들어가기를 (바라다)

ὑπέρχοιντο

(그들은) 들어가기를 (바라다)

명령법단수 ὑπέρχου

(너는) 들어가라

ὑπερχέσθω

(그는) 들어가라

쌍수 ὑπέρχεσθον

(너희 둘은) 들어가라

ὑπερχέσθων

(그 둘은) 들어가라

복수 ὑπέρχεσθε

(너희는) 들어가라

ὑπερχέσθων, ὑπερχέσθωσαν

(그들은) 들어가라

부정사 ὑπέρχεσθαι

들어가는 것

분사 남성여성중성
ὑπερχομενος

ὑπερχομενου

ὑπερχομενη

ὑπερχομενης

ὑπερχομενον

ὑπερχομενου

미래 시제

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ὑπελεύσομαι

(나는) 들어가겠다

ὑπελεύσει, ὑπελεύσῃ

(너는) 들어가겠다

ὑπελεύσεται

(그는) 들어가겠다

쌍수 ὑπελεύσεσθον

(너희 둘은) 들어가겠다

ὑπελεύσεσθον

(그 둘은) 들어가겠다

복수 ὑπελευσόμεθα

(우리는) 들어가겠다

ὑπελεύσεσθε

(너희는) 들어가겠다

ὑπελεύσονται

(그들은) 들어가겠다

기원법단수 ὑπελευσοίμην

(나는) 들어가겠기를 (바라다)

ὑπελεύσοιο

(너는) 들어가겠기를 (바라다)

ὑπελεύσοιτο

(그는) 들어가겠기를 (바라다)

쌍수 ὑπελεύσοισθον

(너희 둘은) 들어가겠기를 (바라다)

ὑπελευσοίσθην

(그 둘은) 들어가겠기를 (바라다)

복수 ὑπελευσοίμεθα

(우리는) 들어가겠기를 (바라다)

ὑπελεύσοισθε

(너희는) 들어가겠기를 (바라다)

ὑπελεύσοιντο

(그들은) 들어가겠기를 (바라다)

부정사 ὑπελεύσεσθαι

들어갈 것

분사 남성여성중성
ὑπελευσομενος

ὑπελευσομενου

ὑπελευσομενη

ὑπελευσομενης

ὑπελευσομενον

ὑπελευσομενου

미완료(Imperfect) 시제

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ῡ̔περχόμην

(나는) 들어가고 있었다

ῡ̔πέρχου

(너는) 들어가고 있었다

ῡ́̔περχετο

(그는) 들어가고 있었다

쌍수 ῡ́̔περχεσθον

(너희 둘은) 들어가고 있었다

ῡ̔πε͂ρχεσθην

(그 둘은) 들어가고 있었다

복수 ῡ̔περχόμεθα

(우리는) 들어가고 있었다

ῡ́̔περχεσθε

(너희는) 들어가고 있었다

ῡ̔πέρχοντο

(그들은) 들어가고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • εἶδεσ οἷ’ ὑπέρχεται ὡσπερεὶ γέροντασ ἡμᾶσ καὶ κοβαλικεύεται; (Aristotle, Parodos, trochees20)

    (아리스토텔레스, Parodos, trochees20)

  • καὶ τὸ ὑπέρχεσθαι δὲ ἀεὶ τὰ ἔνδοξα ἢ πρόσωπα ἢ πράγματα ἀπάγοντα ἀφ’ ἑαυτοῦ σεμνὸν πάνυ, οἱο͂ν καὶ τούτων οὐδὲν καινόν, οὐδὲ εὑρ́ημα ἐμόν, ἀλλὰ παλαιὸσ ὃν οὗτοσ παρέβη νόμοσ οὕτω κελεύει νομοθετεῖν, καὶ πάλιν οὐ λόγουσ ἐμαυτοῦ λέγων, ἀλλὰ γράμματα τῶν ὑμετέρων προγόνων. (Aristides, Aelius, Ars Rhetorica, , 20:1)

    (아리스티데스, 아일리오스, Ars Rhetorica, , 20:1)

  • συμβέβηκε γὰρ αὑτοῖσ μὲν ἀντιπάλουσ εἶναι τούτουσ, ὑμᾶσ δὲ ὑπέρχεσθαι καὶ θεραπεύειν. (Aristides, Aelius, Ars Rhetorica, , 2:7)

    (아리스티데스, 아일리오스, Ars Rhetorica, , 2:7)

  • εἰκότωσ δέ μοι δοκοῦσιν οἱ κριταὶ ὑπέρχεσθαι Ἀλκιβιάδην, ὁρῶντεσ Ταυρέαν μὲν τοσαῦτα χρήματα ἀναλώσαντα προπηλακιζόμενον, τὸν δὲ τοιαῦτα παρανομοῦντα μέγιστον δυνάμενον. (Andocides, Speeches, 32:2)

    (안도키데스, 연설, 32:2)

  • θαῦμά τοί μ’ ὑπέρχεται. (Sophocles, episode 2:12)

    (소포클레스, episode 2:12)

  • ἄλλοτε δ’ ἄλλον αἰὲν ἀμοιβαίοισ πήχεσι δεχνυμένη, ἀφνειὴν Κυθέρειαν ὑπέρχομαι. (Unknown, Greek Anthology, book 5, chapter 232 1:2)

    (작자 미상, Greek Anthology, book 5, chapter 232 1:2)

유의어

  1. 들어가다

  2. 마주치다

  3. to creep into

    • σαίνω (아첨하다, 알랑거리다, 비위맞추다)
  4. to advance slowly

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION