헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

συναναβαίνω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: συναναβαίνω

형태분석: συν (접두사) + ἀνα (접두사) + βαίν (어간) + ω (인칭어미)

  1. ~와 비교하다, 관계되어 있다, ~에 속하다
  1. to go up with or together, with

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συναναβαίνω

(나는) ~와 비교한다

συναναβαίνεις

(너는) ~와 비교한다

συναναβαίνει

(그는) ~와 비교한다

쌍수 συναναβαίνετον

(너희 둘은) ~와 비교한다

συναναβαίνετον

(그 둘은) ~와 비교한다

복수 συναναβαίνομεν

(우리는) ~와 비교한다

συναναβαίνετε

(너희는) ~와 비교한다

συναναβαίνουσιν*

(그들은) ~와 비교한다

접속법단수 συναναβαίνω

(나는) ~와 비교하자

συναναβαίνῃς

(너는) ~와 비교하자

συναναβαίνῃ

(그는) ~와 비교하자

쌍수 συναναβαίνητον

(너희 둘은) ~와 비교하자

συναναβαίνητον

(그 둘은) ~와 비교하자

복수 συναναβαίνωμεν

(우리는) ~와 비교하자

συναναβαίνητε

(너희는) ~와 비교하자

συναναβαίνωσιν*

(그들은) ~와 비교하자

기원법단수 συναναβαίνοιμι

(나는) ~와 비교하기를 (바라다)

συναναβαίνοις

(너는) ~와 비교하기를 (바라다)

συναναβαίνοι

(그는) ~와 비교하기를 (바라다)

쌍수 συναναβαίνοιτον

(너희 둘은) ~와 비교하기를 (바라다)

συναναβαινοίτην

(그 둘은) ~와 비교하기를 (바라다)

복수 συναναβαίνοιμεν

(우리는) ~와 비교하기를 (바라다)

συναναβαίνοιτε

(너희는) ~와 비교하기를 (바라다)

συναναβαίνοιεν

(그들은) ~와 비교하기를 (바라다)

명령법단수 συναναβαίνε

(너는) ~와 비교해라

συναναβαινέτω

(그는) ~와 비교해라

쌍수 συναναβαίνετον

(너희 둘은) ~와 비교해라

συναναβαινέτων

(그 둘은) ~와 비교해라

복수 συναναβαίνετε

(너희는) ~와 비교해라

συναναβαινόντων, συναναβαινέτωσαν

(그들은) ~와 비교해라

부정사 συναναβαίνειν

~와 비교하는 것

분사 남성여성중성
συναναβαινων

συναναβαινοντος

συναναβαινουσα

συναναβαινουσης

συναναβαινον

συναναβαινοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συναναβαίνομαι

(나는) ~와 비교된다

συναναβαίνει, συναναβαίνῃ

(너는) ~와 비교된다

συναναβαίνεται

(그는) ~와 비교된다

쌍수 συναναβαίνεσθον

(너희 둘은) ~와 비교된다

συναναβαίνεσθον

(그 둘은) ~와 비교된다

복수 συναναβαινόμεθα

(우리는) ~와 비교된다

συναναβαίνεσθε

(너희는) ~와 비교된다

συναναβαίνονται

(그들은) ~와 비교된다

접속법단수 συναναβαίνωμαι

(나는) ~와 비교되자

συναναβαίνῃ

(너는) ~와 비교되자

συναναβαίνηται

(그는) ~와 비교되자

쌍수 συναναβαίνησθον

(너희 둘은) ~와 비교되자

συναναβαίνησθον

(그 둘은) ~와 비교되자

복수 συναναβαινώμεθα

(우리는) ~와 비교되자

συναναβαίνησθε

(너희는) ~와 비교되자

συναναβαίνωνται

(그들은) ~와 비교되자

기원법단수 συναναβαινοίμην

(나는) ~와 비교되기를 (바라다)

συναναβαίνοιο

(너는) ~와 비교되기를 (바라다)

συναναβαίνοιτο

(그는) ~와 비교되기를 (바라다)

쌍수 συναναβαίνοισθον

(너희 둘은) ~와 비교되기를 (바라다)

συναναβαινοίσθην

(그 둘은) ~와 비교되기를 (바라다)

복수 συναναβαινοίμεθα

(우리는) ~와 비교되기를 (바라다)

συναναβαίνοισθε

(너희는) ~와 비교되기를 (바라다)

συναναβαίνοιντο

(그들은) ~와 비교되기를 (바라다)

명령법단수 συναναβαίνου

(너는) ~와 비교되어라

συναναβαινέσθω

(그는) ~와 비교되어라

쌍수 συναναβαίνεσθον

(너희 둘은) ~와 비교되어라

συναναβαινέσθων

(그 둘은) ~와 비교되어라

복수 συναναβαίνεσθε

(너희는) ~와 비교되어라

συναναβαινέσθων, συναναβαινέσθωσαν

(그들은) ~와 비교되어라

부정사 συναναβαίνεσθαι

~와 비교되는 것

분사 남성여성중성
συναναβαινομενος

συναναβαινομενου

συναναβαινομενη

συναναβαινομενης

συναναβαινομενον

συναναβαινομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συναναβήσω

(나는) ~와 비교하겠다

συναναβήσεις

(너는) ~와 비교하겠다

συναναβήσει

(그는) ~와 비교하겠다

쌍수 συναναβήσετον

(너희 둘은) ~와 비교하겠다

συναναβήσετον

(그 둘은) ~와 비교하겠다

복수 συναναβήσομεν

(우리는) ~와 비교하겠다

συναναβήσετε

(너희는) ~와 비교하겠다

συναναβήσουσιν*

(그들은) ~와 비교하겠다

기원법단수 συναναβήσοιμι

(나는) ~와 비교하겠기를 (바라다)

συναναβήσοις

(너는) ~와 비교하겠기를 (바라다)

συναναβήσοι

(그는) ~와 비교하겠기를 (바라다)

쌍수 συναναβήσοιτον

(너희 둘은) ~와 비교하겠기를 (바라다)

συναναβησοίτην

(그 둘은) ~와 비교하겠기를 (바라다)

복수 συναναβήσοιμεν

(우리는) ~와 비교하겠기를 (바라다)

συναναβήσοιτε

(너희는) ~와 비교하겠기를 (바라다)

συναναβήσοιεν

(그들은) ~와 비교하겠기를 (바라다)

부정사 συναναβήσειν

~와 비교할 것

분사 남성여성중성
συναναβησων

συναναβησοντος

συναναβησουσα

συναναβησουσης

συναναβησον

συναναβησοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συναναβήσομαι

(나는) ~와 비교되겠다

συναναβήσει, συναναβήσῃ

(너는) ~와 비교되겠다

συναναβήσεται

(그는) ~와 비교되겠다

쌍수 συναναβήσεσθον

(너희 둘은) ~와 비교되겠다

συναναβήσεσθον

(그 둘은) ~와 비교되겠다

복수 συναναβησόμεθα

(우리는) ~와 비교되겠다

συναναβήσεσθε

(너희는) ~와 비교되겠다

συναναβήσονται

(그들은) ~와 비교되겠다

기원법단수 συναναβησοίμην

(나는) ~와 비교되겠기를 (바라다)

συναναβήσοιο

(너는) ~와 비교되겠기를 (바라다)

συναναβήσοιτο

(그는) ~와 비교되겠기를 (바라다)

쌍수 συναναβήσοισθον

(너희 둘은) ~와 비교되겠기를 (바라다)

συναναβησοίσθην

(그 둘은) ~와 비교되겠기를 (바라다)

복수 συναναβησοίμεθα

(우리는) ~와 비교되겠기를 (바라다)

συναναβήσοισθε

(너희는) ~와 비교되겠기를 (바라다)

συναναβήσοιντο

(그들은) ~와 비교되겠기를 (바라다)

부정사 συναναβήσεσθαι

~와 비교될 것

분사 남성여성중성
συναναβησομενος

συναναβησομενου

συναναβησομενη

συναναβησομενης

συναναβησομενον

συναναβησομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνανέβαινον

(나는) ~와 비교하고 있었다

συνανέβαινες

(너는) ~와 비교하고 있었다

συνανέβαινεν*

(그는) ~와 비교하고 있었다

쌍수 συνανεβαίνετον

(너희 둘은) ~와 비교하고 있었다

συνανεβαινέτην

(그 둘은) ~와 비교하고 있었다

복수 συνανεβαίνομεν

(우리는) ~와 비교하고 있었다

συνανεβαίνετε

(너희는) ~와 비교하고 있었다

συνανέβαινον

(그들은) ~와 비교하고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνανεβαινόμην

(나는) ~와 비교되고 있었다

συνανεβαίνου

(너는) ~와 비교되고 있었다

συνανεβαίνετο

(그는) ~와 비교되고 있었다

쌍수 συνανεβαίνεσθον

(너희 둘은) ~와 비교되고 있었다

συνανεβαινέσθην

(그 둘은) ~와 비교되고 있었다

복수 συνανεβαινόμεθα

(우리는) ~와 비교되고 있었다

συνανεβαίνεσθε

(너희는) ~와 비교되고 있었다

συνανεβαίνοντο

(그들은) ~와 비교되고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • συναναβαίνει γὰρ καὶ συνταπεινοῦται τῷ ποταμῷ τὸ ἐν τῷ φρέατι ὕδωρ. (Strabo, Geography, book 17, chapter 1 95:3)

    (스트라본, 지리학, book 17, chapter 1 95:3)

유의어

  1. ~와 비교하다

파생어

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION