헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

συναποικίζω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: συναποικίζω συναποικιῶ

형태분석: συν (접두사) + ἀποικίζ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 이끌다, 같이 돌다, 같이 나르다
  1. to go as, together

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συναποικίζω

(나는) 이끈다

συναποικίζεις

(너는) 이끈다

συναποικίζει

(그는) 이끈다

쌍수 συναποικίζετον

(너희 둘은) 이끈다

συναποικίζετον

(그 둘은) 이끈다

복수 συναποικίζομεν

(우리는) 이끈다

συναποικίζετε

(너희는) 이끈다

συναποικίζουσιν*

(그들은) 이끈다

접속법단수 συναποικίζω

(나는) 이끌자

συναποικίζῃς

(너는) 이끌자

συναποικίζῃ

(그는) 이끌자

쌍수 συναποικίζητον

(너희 둘은) 이끌자

συναποικίζητον

(그 둘은) 이끌자

복수 συναποικίζωμεν

(우리는) 이끌자

συναποικίζητε

(너희는) 이끌자

συναποικίζωσιν*

(그들은) 이끌자

기원법단수 συναποικίζοιμι

(나는) 이끌기를 (바라다)

συναποικίζοις

(너는) 이끌기를 (바라다)

συναποικίζοι

(그는) 이끌기를 (바라다)

쌍수 συναποικίζοιτον

(너희 둘은) 이끌기를 (바라다)

συναποικιζοίτην

(그 둘은) 이끌기를 (바라다)

복수 συναποικίζοιμεν

(우리는) 이끌기를 (바라다)

συναποικίζοιτε

(너희는) 이끌기를 (바라다)

συναποικίζοιεν

(그들은) 이끌기를 (바라다)

명령법단수 συναποίκιζε

(너는) 이끌어라

συναποικιζέτω

(그는) 이끌어라

쌍수 συναποικίζετον

(너희 둘은) 이끌어라

συναποικιζέτων

(그 둘은) 이끌어라

복수 συναποικίζετε

(너희는) 이끌어라

συναποικιζόντων, συναποικιζέτωσαν

(그들은) 이끌어라

부정사 συναποικίζειν

이끄는 것

분사 남성여성중성
συναποικιζων

συναποικιζοντος

συναποικιζουσα

συναποικιζουσης

συναποικιζον

συναποικιζοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συναποικίζομαι

(나는) 이끌려진다

συναποικίζει, συναποικίζῃ

(너는) 이끌려진다

συναποικίζεται

(그는) 이끌려진다

쌍수 συναποικίζεσθον

(너희 둘은) 이끌려진다

συναποικίζεσθον

(그 둘은) 이끌려진다

복수 συναποικιζόμεθα

(우리는) 이끌려진다

συναποικίζεσθε

(너희는) 이끌려진다

συναποικίζονται

(그들은) 이끌려진다

접속법단수 συναποικίζωμαι

(나는) 이끌려지자

συναποικίζῃ

(너는) 이끌려지자

συναποικίζηται

(그는) 이끌려지자

쌍수 συναποικίζησθον

(너희 둘은) 이끌려지자

συναποικίζησθον

(그 둘은) 이끌려지자

복수 συναποικιζώμεθα

(우리는) 이끌려지자

συναποικίζησθε

(너희는) 이끌려지자

συναποικίζωνται

(그들은) 이끌려지자

기원법단수 συναποικιζοίμην

(나는) 이끌려지기를 (바라다)

συναποικίζοιο

(너는) 이끌려지기를 (바라다)

συναποικίζοιτο

(그는) 이끌려지기를 (바라다)

쌍수 συναποικίζοισθον

(너희 둘은) 이끌려지기를 (바라다)

συναποικιζοίσθην

(그 둘은) 이끌려지기를 (바라다)

복수 συναποικιζοίμεθα

(우리는) 이끌려지기를 (바라다)

συναποικίζοισθε

(너희는) 이끌려지기를 (바라다)

συναποικίζοιντο

(그들은) 이끌려지기를 (바라다)

명령법단수 συναποικίζου

(너는) 이끌려져라

συναποικιζέσθω

(그는) 이끌려져라

쌍수 συναποικίζεσθον

(너희 둘은) 이끌려져라

συναποικιζέσθων

(그 둘은) 이끌려져라

복수 συναποικίζεσθε

(너희는) 이끌려져라

συναποικιζέσθων, συναποικιζέσθωσαν

(그들은) 이끌려져라

부정사 συναποικίζεσθαι

이끌려지는 것

분사 남성여성중성
συναποικιζομενος

συναποικιζομενου

συναποικιζομενη

συναποικιζομενης

συναποικιζομενον

συναποικιζομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συναποικίω

(나는) 이끌겠다

συναποικίεις

(너는) 이끌겠다

συναποικίει

(그는) 이끌겠다

쌍수 συναποικίειτον

(너희 둘은) 이끌겠다

συναποικίειτον

(그 둘은) 이끌겠다

복수 συναποικίουμεν

(우리는) 이끌겠다

συναποικίειτε

(너희는) 이끌겠다

συναποικίουσιν*

(그들은) 이끌겠다

기원법단수 συναποικίοιμι

(나는) 이끌겠기를 (바라다)

συναποικίοις

(너는) 이끌겠기를 (바라다)

συναποικίοι

(그는) 이끌겠기를 (바라다)

쌍수 συναποικίοιτον

(너희 둘은) 이끌겠기를 (바라다)

συναποικιοίτην

(그 둘은) 이끌겠기를 (바라다)

복수 συναποικίοιμεν

(우리는) 이끌겠기를 (바라다)

συναποικίοιτε

(너희는) 이끌겠기를 (바라다)

συναποικίοιεν

(그들은) 이끌겠기를 (바라다)

부정사 συναποικίειν

이끌 것

분사 남성여성중성
συναποικιων

συναποικιουντος

συναποικιουσα

συναποικιουσης

συναποικιουν

συναποικιουντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συναποικίουμαι

(나는) 이끌려지겠다

συναποικίει, συναποικίῃ

(너는) 이끌려지겠다

συναποικίειται

(그는) 이끌려지겠다

쌍수 συναποικίεισθον

(너희 둘은) 이끌려지겠다

συναποικίεισθον

(그 둘은) 이끌려지겠다

복수 συναποικιοῦμεθα

(우리는) 이끌려지겠다

συναποικίεισθε

(너희는) 이끌려지겠다

συναποικίουνται

(그들은) 이끌려지겠다

기원법단수 συναποικιοίμην

(나는) 이끌려지겠기를 (바라다)

συναποικίοιο

(너는) 이끌려지겠기를 (바라다)

συναποικίοιτο

(그는) 이끌려지겠기를 (바라다)

쌍수 συναποικίοισθον

(너희 둘은) 이끌려지겠기를 (바라다)

συναποικιοίσθην

(그 둘은) 이끌려지겠기를 (바라다)

복수 συναποικιοίμεθα

(우리는) 이끌려지겠기를 (바라다)

συναποικίοισθε

(너희는) 이끌려지겠기를 (바라다)

συναποικίοιντο

(그들은) 이끌려지겠기를 (바라다)

부정사 συναποικίεισθαι

이끌려질 것

분사 남성여성중성
συναποικιουμενος

συναποικιουμενου

συναποικιουμενη

συναποικιουμενης

συναποικιουμενον

συναποικιουμενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνηποίκιζον

(나는) 이끌고 있었다

συνηποίκιζες

(너는) 이끌고 있었다

συνηποίκιζεν*

(그는) 이끌고 있었다

쌍수 συνηποικίζετον

(너희 둘은) 이끌고 있었다

συνηποικιζέτην

(그 둘은) 이끌고 있었다

복수 συνηποικίζομεν

(우리는) 이끌고 있었다

συνηποικίζετε

(너희는) 이끌고 있었다

συνηποίκιζον

(그들은) 이끌고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνηποικιζόμην

(나는) 이끌려지고 있었다

συνηποικίζου

(너는) 이끌려지고 있었다

συνηποικίζετο

(그는) 이끌려지고 있었다

쌍수 συνηποικίζεσθον

(너희 둘은) 이끌려지고 있었다

συνηποικιζέσθην

(그 둘은) 이끌려지고 있었다

복수 συνηποικιζόμεθα

(우리는) 이끌려지고 있었다

συνηποικίζεσθε

(너희는) 이끌려지고 있었다

συνηποικίζοντο

(그들은) 이끌려지고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. 이끌다

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION