헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

συγκρατέω

ε 축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: συγκρατέω συγκρατήσω

형태분석: συγ (접두사) + κρατέ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 지키다, 막다, 두다
  1. to keep, together

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συγκράτω

(나는) 지킨다

συγκράτεις

(너는) 지킨다

συγκράτει

(그는) 지킨다

쌍수 συγκράτειτον

(너희 둘은) 지킨다

συγκράτειτον

(그 둘은) 지킨다

복수 συγκράτουμεν

(우리는) 지킨다

συγκράτειτε

(너희는) 지킨다

συγκράτουσιν*

(그들은) 지킨다

접속법단수 συγκράτω

(나는) 지키자

συγκράτῃς

(너는) 지키자

συγκράτῃ

(그는) 지키자

쌍수 συγκράτητον

(너희 둘은) 지키자

συγκράτητον

(그 둘은) 지키자

복수 συγκράτωμεν

(우리는) 지키자

συγκράτητε

(너희는) 지키자

συγκράτωσιν*

(그들은) 지키자

기원법단수 συγκράτοιμι

(나는) 지키기를 (바라다)

συγκράτοις

(너는) 지키기를 (바라다)

συγκράτοι

(그는) 지키기를 (바라다)

쌍수 συγκράτοιτον

(너희 둘은) 지키기를 (바라다)

συγκρατοίτην

(그 둘은) 지키기를 (바라다)

복수 συγκράτοιμεν

(우리는) 지키기를 (바라다)

συγκράτοιτε

(너희는) 지키기를 (바라다)

συγκράτοιεν

(그들은) 지키기를 (바라다)

명령법단수 συγκρᾶτει

(너는) 지켜라

συγκρατεῖτω

(그는) 지켜라

쌍수 συγκράτειτον

(너희 둘은) 지켜라

συγκρατεῖτων

(그 둘은) 지켜라

복수 συγκράτειτε

(너희는) 지켜라

συγκρατοῦντων, συγκρατεῖτωσαν

(그들은) 지켜라

부정사 συγκράτειν

지키는 것

분사 남성여성중성
συγκρατων

συγκρατουντος

συγκρατουσα

συγκρατουσης

συγκρατουν

συγκρατουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συγκράτουμαι

(나는) 지켜진다

συγκράτει, συγκράτῃ

(너는) 지켜진다

συγκράτειται

(그는) 지켜진다

쌍수 συγκράτεισθον

(너희 둘은) 지켜진다

συγκράτεισθον

(그 둘은) 지켜진다

복수 συγκρατοῦμεθα

(우리는) 지켜진다

συγκράτεισθε

(너희는) 지켜진다

συγκράτουνται

(그들은) 지켜진다

접속법단수 συγκράτωμαι

(나는) 지켜지자

συγκράτῃ

(너는) 지켜지자

συγκράτηται

(그는) 지켜지자

쌍수 συγκράτησθον

(너희 둘은) 지켜지자

συγκράτησθον

(그 둘은) 지켜지자

복수 συγκρατώμεθα

(우리는) 지켜지자

συγκράτησθε

(너희는) 지켜지자

συγκράτωνται

(그들은) 지켜지자

기원법단수 συγκρατοίμην

(나는) 지켜지기를 (바라다)

συγκράτοιο

(너는) 지켜지기를 (바라다)

συγκράτοιτο

(그는) 지켜지기를 (바라다)

쌍수 συγκράτοισθον

(너희 둘은) 지켜지기를 (바라다)

συγκρατοίσθην

(그 둘은) 지켜지기를 (바라다)

복수 συγκρατοίμεθα

(우리는) 지켜지기를 (바라다)

συγκράτοισθε

(너희는) 지켜지기를 (바라다)

συγκράτοιντο

(그들은) 지켜지기를 (바라다)

명령법단수 συγκράτου

(너는) 지켜져라

συγκρατεῖσθω

(그는) 지켜져라

쌍수 συγκράτεισθον

(너희 둘은) 지켜져라

συγκρατεῖσθων

(그 둘은) 지켜져라

복수 συγκράτεισθε

(너희는) 지켜져라

συγκρατεῖσθων, συγκρατεῖσθωσαν

(그들은) 지켜져라

부정사 συγκράτεισθαι

지켜지는 것

분사 남성여성중성
συγκρατουμενος

συγκρατουμενου

συγκρατουμενη

συγκρατουμενης

συγκρατουμενον

συγκρατουμενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνεκρᾶτουν

(나는) 지키고 있었다

συνεκρᾶτεις

(너는) 지키고 있었다

συνεκρᾶτειν*

(그는) 지키고 있었다

쌍수 συνεκράτειτον

(너희 둘은) 지키고 있었다

συνεκρατεῖτην

(그 둘은) 지키고 있었다

복수 συνεκράτουμεν

(우리는) 지키고 있었다

συνεκράτειτε

(너희는) 지키고 있었다

συνεκρᾶτουν

(그들은) 지키고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνεκρατοῦμην

(나는) 지켜지고 있었다

συνεκράτου

(너는) 지켜지고 있었다

συνεκράτειτο

(그는) 지켜지고 있었다

쌍수 συνεκράτεισθον

(너희 둘은) 지켜지고 있었다

συνεκρατεῖσθην

(그 둘은) 지켜지고 있었다

복수 συνεκρατοῦμεθα

(우리는) 지켜지고 있었다

συνεκράτεισθε

(너희는) 지켜지고 있었다

συνεκράτουντο

(그들은) 지켜지고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • μᾶλλον δ’ ὥσπερ ἑρπετὰ τοὺσ ἀπορρήτουσ λόγουσ ἐγκολπισάμενοι καὶ συλλαβόντεσ οὐ συγκρατοῦσιν ἀλλὰ διαβιβρώσκονται ὑπ’ αὐτῶν. (Plutarch, De garrulitate, section 12 3:1)

    (플루타르코스, De garrulitate, section 12 3:1)

  • "ἡ ἡμετέρα ἀὴρ οὖσα συγκρατεῖ ἡμᾶσ καὶ ὅλον τὸν κόσμον πνεῦμα καὶ ἀὴρ περιέχει· (Pseudo-Plutarch, Placita Philosophorum, book 1, chapter 3 9:1)

    (위 플루타르코스, Placita Philosophorum, book 1, chapter 3 9:1)

유의어

  1. 지키다

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION