Ancient Greek-English Dictionary Language

συγκρατέω

ε-contract Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: συγκρατέω συγκρατήσω

Structure: συγ (Prefix) + κρατέ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to keep, together

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular συγκράτω συγκράτεις συγκράτει
Dual συγκράτειτον συγκράτειτον
Plural συγκράτουμεν συγκράτειτε συγκράτουσιν*
SubjunctiveSingular συγκράτω συγκράτῃς συγκράτῃ
Dual συγκράτητον συγκράτητον
Plural συγκράτωμεν συγκράτητε συγκράτωσιν*
OptativeSingular συγκράτοιμι συγκράτοις συγκράτοι
Dual συγκράτοιτον συγκρατοίτην
Plural συγκράτοιμεν συγκράτοιτε συγκράτοιεν
ImperativeSingular συγκρᾶτει συγκρατεῖτω
Dual συγκράτειτον συγκρατεῖτων
Plural συγκράτειτε συγκρατοῦντων, συγκρατεῖτωσαν
Infinitive συγκράτειν
Participle MasculineFeminineNeuter
συγκρατων συγκρατουντος συγκρατουσα συγκρατουσης συγκρατουν συγκρατουντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular συγκράτουμαι συγκράτει, συγκράτῃ συγκράτειται
Dual συγκράτεισθον συγκράτεισθον
Plural συγκρατοῦμεθα συγκράτεισθε συγκράτουνται
SubjunctiveSingular συγκράτωμαι συγκράτῃ συγκράτηται
Dual συγκράτησθον συγκράτησθον
Plural συγκρατώμεθα συγκράτησθε συγκράτωνται
OptativeSingular συγκρατοίμην συγκράτοιο συγκράτοιτο
Dual συγκράτοισθον συγκρατοίσθην
Plural συγκρατοίμεθα συγκράτοισθε συγκράτοιντο
ImperativeSingular συγκράτου συγκρατεῖσθω
Dual συγκράτεισθον συγκρατεῖσθων
Plural συγκράτεισθε συγκρατεῖσθων, συγκρατεῖσθωσαν
Infinitive συγκράτεισθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
συγκρατουμενος συγκρατουμενου συγκρατουμενη συγκρατουμενης συγκρατουμενον συγκρατουμενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • μᾶλλον δ’ ὥσπερ ἑρπετὰ τοὺσ ἀπορρήτουσ λόγουσ ἐγκολπισάμενοι καὶ συλλαβόντεσ οὐ συγκρατοῦσιν ἀλλὰ διαβιβρώσκονται ὑπ’ αὐτῶν. (Plutarch, De garrulitate, section 12 3:1)
  • "ἡ ἡμετέρα ἀὴρ οὖσα συγκρατεῖ ἡμᾶσ καὶ ὅλον τὸν κόσμον πνεῦμα καὶ ἀὴρ περιέχει· (Pseudo-Plutarch, Placita Philosophorum, book 1, chapter 3 9:1)

Synonyms

  1. to keep

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION