ἀποστέγω
Non-contract Verb;
자동번역
Transliteration:
Principal Part:
ἀποστέγω
Structure:
ἀπο
(Prefix)
+
στέγ
(Stem)
+
ω
(Ending)
Sense
- to keep out, to keep out or off
- to keep in, confine, check, outflow
Conjugation
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- ἀλλὰ παχύτεροσ, φησίν, ἐστὶ δηλαδὴ καὶ στεγανώτεροσ ὁ περιτόναιοσ χιτὼν τῆσ κύστεωσ καὶ διὰ τοῦτ’ ἐκεῖνοσ μὲν ἀποστέγει τοὺσ ἀτμούσ, ἡ δὲ κύστισ παραδέχεται. (Galen, On the Natural Faculties., , section 137)
- καὶ μήν, εἴπερ ὁμοίωσ τοῖσ ἠθμοῖσ ὅσον ἂν ᾖ λεπτότερον καὶ τελέωσ ὀρρῶδεσ, τοῦτο μὲν ἑτοίμωσ διαπέμπουσι, τὸ δὲ παχύτερον ἀποστέγουσιν, ἅπαν ἐπ’ αὐτοὺσ ἰέναι χρὴ τὸ αἷμα τὸ περιεχόμενον ἐν τῇ κοίλῃ φλεβί, καθάπερ εἰσ τοὺσ τρυγητοὺσ ὁ πᾶσ οἶνοσ ἐμβάλλεται. (Galen, On the Natural Faculties., , section 1512)
- διὰ θεῶν πόλιν νεμόμεθ’ ἀδάματον, δυσμενέων δ’ ὄχλον πύργοσ ἀποστέγει. (Aeschylus, Seven Against Thebes, choral, strophe 31)
- τὰ μὲν οὖν πυκνὰ τῶν σωμάτων, σίδηροσ, χαλκόσ, ἄργυροσ, χρυσόσ, ἀποστέγει καὶ φθείρεται καὶ τήκεται, πάσχοντα τῷ προσμάχεσθαι καὶ ἀντερείδειν τῶν δ’ ἀραιῶν καὶ πολυπόρων καὶ χαλώντων ὑπὸ μανότητοσ ἀψαυστὶ διεκθεῖ, καθάπερ ἱματίων καὶ ξύλων αὐών· (Plutarch, Quaestiones Convivales, book 4, 22:1)
- ἀυδρία δὲ εἴ τισι τόποισ σύμφυτοσ ἐκ γῆσ τὰ ἐκ Διὸσ ἰόντα ἀποστέγει νάματα, καὶ ἐλλείπει τῶν ἀναγκαίων πωμάτων, ὀρυττέτω μὲν ἐν τῷ αὑτοῦ χωρίῳ μέχρι τῆσ κεραμίδοσ γῆσ, ἐὰν δ’ ἐν τούτῳ τῷ βάθει μηδαμῶσ ὕδατι προστυγχάνῃ, παρὰ τῶν γειτόνων ὑδρευέσθω μέχρι τοῦ ἀναγκαίου πώματοσ ἑκάστοισ τῶν οἰκετῶν· (Plato, Laws, book 8 102:1)
Synonyms
-
to keep out
- διατηρέω (to keep)
- ἀπείργω (keeping)
- ἔχω ( I keep of)
- διέχω (to keep off)
- ἐπικουρέω (to keep, off from one)
- συγκρατέω (to keep, together)
- ἐρητύω (to keep away from)
- ἀπέχω (to keep off or away from, to keep off)
- ἀνταπερύκω (to keep off in turn)
- ὁμοχρονέω (to keep time with, to keep time)
- ἐκκομίζω (to carry out, to keep, out)
- ἀπίσχω (to keep off, hold off)
- ἀπαλέξω (to keep, from suffering)
- διασκοπέω (to keep watching)
- διέλκω (to keep on drinking)
- ἐμφρουρέω (to keep guard in)
- τελέω (I keep my word)
- οἰκουρέω (to keep at home)
- ἑταιρέω (to keep company)
- ἀποσκηνόω (to keep apart from)
- ἐγκρύπτω (to keep concealed)
- διερύκω (to keep off, to hinder)
- κεύθω (I keep, secret from)
- ἀποσιωπάω (to keep secret)
- ἐρύω (to keep off, ward off)
- ἐπαλέξω (to ward off, keep off)
- ἀρκέω (I ward off, keep off)
- τιθηνέομαι (to keep up, maintain)
- διαμιμνήσκομαι (to keep in memory)
Derived
- στέγω (to cover closely, so as to keep water either out or in)
- ὑποστέγω (to hide under)