Ancient Greek-English Dictionary Language

διασκοπέω

ε-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: διασκοπέω διασκέψομαι διέσκεμμαι

Structure: δια (Prefix) + σκοπέ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to look at in different ways, to examine or consider well
  2. to keep watching

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular διασκόπω διασκόπεις διασκόπει
Dual διασκόπειτον διασκόπειτον
Plural διασκόπουμεν διασκόπειτε διασκόπουσιν*
SubjunctiveSingular διασκόπω διασκόπῃς διασκόπῃ
Dual διασκόπητον διασκόπητον
Plural διασκόπωμεν διασκόπητε διασκόπωσιν*
OptativeSingular διασκόποιμι διασκόποις διασκόποι
Dual διασκόποιτον διασκοποίτην
Plural διασκόποιμεν διασκόποιτε διασκόποιεν
ImperativeSingular διασκο͂πει διασκοπεῖτω
Dual διασκόπειτον διασκοπεῖτων
Plural διασκόπειτε διασκοποῦντων, διασκοπεῖτωσαν
Infinitive διασκόπειν
Participle MasculineFeminineNeuter
διασκοπων διασκοπουντος διασκοπουσα διασκοπουσης διασκοπουν διασκοπουντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular διασκόπουμαι διασκόπει, διασκόπῃ διασκόπειται
Dual διασκόπεισθον διασκόπεισθον
Plural διασκοποῦμεθα διασκόπεισθε διασκόπουνται
SubjunctiveSingular διασκόπωμαι διασκόπῃ διασκόπηται
Dual διασκόπησθον διασκόπησθον
Plural διασκοπώμεθα διασκόπησθε διασκόπωνται
OptativeSingular διασκοποίμην διασκόποιο διασκόποιτο
Dual διασκόποισθον διασκοποίσθην
Plural διασκοποίμεθα διασκόποισθε διασκόποιντο
ImperativeSingular διασκόπου διασκοπεῖσθω
Dual διασκόπεισθον διασκοπεῖσθων
Plural διασκόπεισθε διασκοπεῖσθων, διασκοπεῖσθωσαν
Infinitive διασκόπεισθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
διασκοπουμενος διασκοπουμενου διασκοπουμενη διασκοπουμενης διασκοπουμενον διασκοπουμενου

Future tense

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to look at in different ways

  2. to keep watching

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION