ἐπισυντρέχω?
비축약 동사;
로마알파벳 전사: episyntrechō
고전 발음: [에삐쉰뜨레코:]
신약 발음: [애삐쉰뜨래코]
기본형:
ἐπισυντρέχω
형태분석:
ἐπι
(접두사)
+
συν
(접두사)
+
τρέχ
(어간)
+
ω
(인칭어미)
활용 정보
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- ἰδὼν δὲ ὁ Ιἠσοῦς ὅτι ἐπισυντρέχει ὄχλος ἐπετίμησεν τῷ πνεύματι τῷ ἀκαθάρτῳ λέγων αὐτῷ Τὸ ἄλαλον καὶ κωφὸν πνεῦμα, ἐγὼ ἐπιτάσσω σοι, ἔξελθε ἐξ αὐτοῦ καὶ μηκέτι εἰσέλθῃς εἰς αὐτόν. (, chapter 8 70:1)
(, chapter 8 70:1)
유의어
-
to run together to
- ἁματροχάω (to run together)
- συντροχάζω (to run together)
- συμπεριτρέχω (to run round together)
- συμπεριθέω (to run about together)
- συμπαραθέω (to run along together)
- δρομάω (달리다, 뛰다)
- συνανατρέχω (to run up with)
- δακρύω (달리다, 뛰다)
- δολιχοδρομέω (달리다, 뛰다)
- ἀναβάλλω (달리다, 뛰다)
- θέω (달리다, 뛰다)
- προσπίπτω (달려가다, 만나러 가다)
- συναποικίζω (이끌다, 같이 돌다, 같이 나르다)
- συνεκβαίνω (to go out together)
- συναναβαίνω (~와 비교하다, 관계되어 있다, ~에 속하다)
- συνθέω (to run together, meet in one point)
파생어
- ἀμφιτρέχω (둘러싸다, 포위하다, 에워싸다)
- ἀνατρέχω (갑자기 나타나다, 서두르다, 뛰어나가다)
- ἀποτρέχω (to run off or away, to run hard)
- διατρέχω (꿰뚫다, 찔러 넣다, )
- εἰστρέχω (맞부딪치다)
- ἐκτρέχω (to run out or forth, make a sally, to run off or away)
- ἐντρέχω (들어가다, 입장하다, 부재인 사람을 임명하다)
- ἐπεκτρέχω (to sally out upon or against)
- ἐπιτρέχω (뒤쫓다, 맹목적으로 따르다, 세게 물다)
- κατατρέχω (흘러내리다, 흘러 내려가다, )
- μετατρέχω (맹목적으로 따르다, 뒤쫓다)
- παρατρέχω (초과하다, 능가하다, 넘다)
- παρεκτρέχω (to run out past)
- περιτρέχω (I run about.)
- προεκτρέχω (to run out before)
- προσανατρέχω (to run back, retrace past events)
- προστρέχω (도착하다, 도달하다, 깨어나다)
- προτρέχω (to run forward, to run before, outrun)
- συμπαρατρέχω (to run along with)
- συμπεριτρέχω (to run round together)
- συνανατρέχω (to run up with)
- συνεκτρέχω (to sally out together)
- συντρέχω (접하다, 마주치다, 조우하다)
- τρέχω (달리다, 뛰다)
- ὑπεκτρέχω (to run out from under, escape from, to run out beyond)
- ὑπερτρέχω (탈출하다, 도망치다, 달아나다)
- ὑποτρέχω (끊다, 가로채다, 요격하다)