- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἀνατρέχω?

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: anatrechō 고전 발음: [아나레코:] 신약 발음: [아나래코]

기본형: ἀνατρέχω

형태분석: ἀνα (접두사) + τρέχ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 갑자기 나타나다, 서두르다, 뛰어나가다
  1. to run back
  2. to retrace
  3. to jump up and run, start up
  4. spurted up, started up
  5. to run up, shoot up, to shoot up, rise quickly
  6. ran sheer up

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀνατρέχω

ἀνατρέχεις

ἀνατρέχει

쌍수 ἀνατρέχετον

ἀνατρέχετον

복수 ἀνατρέχομεν

ἀνατρέχετε

ἀνατρέχουσι(ν)

접속법단수 ἀνατρέχω

ἀνατρέχῃς

ἀνατρέχῃ

쌍수 ἀνατρέχητον

ἀνατρέχητον

복수 ἀνατρέχωμεν

ἀνατρέχητε

ἀνατρέχωσι(ν)

기원법단수 ἀνατρέχοιμι

ἀνατρέχοις

ἀνατρέχοι

쌍수 ἀνατρέχοιτον

ἀνατρεχοίτην

복수 ἀνατρέχοιμεν

ἀνατρέχοιτε

ἀνατρέχοιεν

명령법단수 ἀνατρέχε

ἀνατρεχέτω

쌍수 ἀνατρέχετον

ἀνατρεχέτων

복수 ἀνατρέχετε

ἀνατρεχόντων, ἀνατρεχέτωσαν

부정사 ἀνατρέχειν

분사 남성여성중성
ἀνατρεχων

ἀνατρεχοντος

ἀνατρεχουσα

ἀνατρεχουσης

ἀνατρεχον

ἀνατρεχοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀνατρέχομαι

ἀνατρέχει, ἀνατρέχῃ

ἀνατρέχεται

쌍수 ἀνατρέχεσθον

ἀνατρέχεσθον

복수 ἀνατρεχόμεθα

ἀνατρέχεσθε

ἀνατρέχονται

접속법단수 ἀνατρέχωμαι

ἀνατρέχῃ

ἀνατρέχηται

쌍수 ἀνατρέχησθον

ἀνατρέχησθον

복수 ἀνατρεχώμεθα

ἀνατρέχησθε

ἀνατρέχωνται

기원법단수 ἀνατρεχοίμην

ἀνατρέχοιο

ἀνατρέχοιτο

쌍수 ἀνατρέχοισθον

ἀνατρεχοίσθην

복수 ἀνατρεχοίμεθα

ἀνατρέχοισθε

ἀνατρέχοιντο

명령법단수 ἀνατρέχου

ἀνατρεχέσθω

쌍수 ἀνατρέχεσθον

ἀνατρεχέσθων

복수 ἀνατρέχεσθε

ἀνατρεχέσθων, ἀνατρεχέσθωσαν

부정사 ἀνατρέχεσθαι

분사 남성여성중성
ἀνατρεχομενος

ἀνατρεχομενου

ἀνατρεχομενη

ἀνατρεχομενης

ἀνατρεχομενον

ἀνατρεχομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • μὴ δή, πρὸς Διός, ὦ ἄνδρες δικασταί, συγχωρήσητε αὐτῷ ἑκούσιον τὴν ἀνάληψιν πεποιημένῳ καὶ λύσαντι τὴν γνῶσιν τοῦ πάλαι δικαστηρίου καὶ ἀκυρώσαντι τὴν ὀργὴν αὖθις τὴν ^ αὐτὴν τιμωρίαν ἀνακαλεῖν καὶ ἐπὶ τὴν ἐξουσίαν τὴν πατρικὴν ἀνατρέχειν, ἧς ἔξωρος ἤδη καὶ ἑώλος ἡ προθεσμία καὶ μόνῳ τούτῳ ἄκυρος καὶ προδεδαπανημένη. (Lucian, Abdicatus, (no name) 11:1)

    (루키아노스, Abdicatus, (no name) 11:1)

  • σὺ δέ, ὅπερ ἀγνωμονέστατον, σωφρονήσας εὐθὺς ἐς δικαστήριον ἄγεις καὶ σεσωσμένος κολάζεις καὶ ἐπὶ τὸ ἀρχαῖον ἐκεῖνο μῖσος ἀνατρέχεις καὶ τὸν αὐτὸν ἀναγινώσκεις νόμον. (Lucian, Abdicatus, (no name) 14:8)

    (루키아노스, Abdicatus, (no name) 14:8)

  • ἐπειδὰν γὰρ ἐκ διαστήματος αὐτομάτως κράδαι συμπέσωσι, ἐμψύχων περιπλοκῇ ἐν τῷ μένουσιν ἡνωμέναι καθάπερ ἀπὸ ῥίζης μιᾶς, καὶ τὸ λοιπὸν ἀνατρέχουσιν καὶ ζωοφυτοῦσιν διὸ καὶ τοῖς ἡμέροις φυλακὴν ἀπ αὐτῶν κατασκευάζουσιν. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 15, book 15, chapter 29 3:1)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 15, book 15, chapter 29 3:1)

  • "τοῦτον ταχὺν ὄντα πρὸς τὸ σιμὸν ἀνατρέχειν, ἥσυχα δὲ κατιέναι πὶ τῇ βακτηρίᾳ. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 14, book 14, chapter 55)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 14, book 14, chapter 55)

  • ὅθεν ὁ μὲν πολύπους εἰς γῆν ἀνατρέχει καὶ τῶν πετριδίων ἀντιλαμβανόμενος σημεῖόν ἐστι πνεύματος ὅσον οὔπω παρόντος, ἡ δὲ τευθὶς ἐξάλλεται, φεύγουσα τὸ ψῦχος καὶ τὴν ἐν βάθει ταραχὴν τῆς θαλάττης: (Plutarch, Quaestiones Naturales, chapter 18 2:1)

    (플루타르코스, Quaestiones Naturales, chapter 18 2:1)

유의어

  1. to run back

  2. 갑자기 나타나다

  3. spurted up

  4. to run up

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION